Τροποποίηση, προσθήκη, αλλαγή κυρίου ονόματος και επωνύμου

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ 10 Μαΐου / ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ

Α. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Όλοι οι άνθρωποι με την γέννηση τους αποκτούν, μέσω της διαδικασίας της ονοματοδοσίας, το όνομα και το επώνυμο τους. Συνήθως το κύριο όνομα και το επώνυμο μένουν ως έχουν σε όλη την ζωή του ανθρώπου, δίχως αλλαγές και τροποποιήσεις. Όμως, πολλές φορές παρατηρούνται φαινόμενα στην ζωή του ανθρώπου που το παρακινούν να αναθεωρήσει την αρχική ονοματοδοσία του και να εκφράσει την επιθυμία να αποκτήσει άλλο κύριο όνομα, άλλο επώνυμο, να προσθέσει κύριο όνομα ή επώνυμο. Τότε δημιουργείται το ζήτημα του επιτρεπτού ή μη αυτής της πράξης και ανακύπτουν διαδικαστικά ζητήματα νομικής φύσεως τα οποία ο μέσος πολίτης αγνοεί.

 

Β. Αναφορικά με το κύριο όνομα

Το κύριο όνομα του ατόμου αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο της προσωπικότητας του. Με την ονοματοδοσία, το υποκείμενο αποκτά ταυτότητα, καταχωρίζεται στα μητρώα του οικείου Δήμου και αναγνωρίζεται στις συναλλαγές. Ο νομοθέτης, επιθυμεί χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών και της σταθερότητας των στοιχείων του προσώπου να θεσπίζει το αμετάβλητο του κύριου ονόματος.

Η διάταξη του άρθρου 25§4 του Ν. 344/ 1976 «Περί ληξιαρχικών Πράξεων» όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 15 του Ν. 438/1984, ορίζει ότι η γενόμενη σύμφωνα με τα ανωτέρω δήλωση ονοματοδοσίας δεν ανακαλείται. Σαφώς προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται μόνο η ανάκληση της δήλωσης των γονέων ή του γονέα ως προς την ονοματοδοσία των τέκνων τους ή του τέκνου τους, ΟΧΙ όμως και η για οποιοδήποτε θεμιτό και μη αντιβαίνοντα σε κανόνα δημόσιας τάξης λόγο συμπλήρωσης αυτής με την προσθήκη και έτερου ονόματος σε αυτό που έχει αρχικά δηλωθεί και δεν προκαλείται κάποια αμφισβήτηση ως προς τα πρόσωπα αυτά.

Δηλαδή, προκύπτει ότι δεν απαγορεύεται η για οποιαδήποτε θεμιτό και μη αντιβαίνοντα σε δημοσίας τάξεως λόγο συμπλήρωση της ληξιαρχικής πράξης γέννησης και βάπτισης με τη προσθήκη έτερου ονόματος σε αυτό που έχει αρχικά δηλωθεί, καθόσον δεν προκαλείται κάποια αμφισβήτηση ως προς το πρόσωπο αυτό.

Εξάλλου το άρθρο 5§1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητα του, συνάγεται ότι, το πρόσωπο δικαιούται να ζητήσει δικαστικώς την αλλαγή του κύριου ονόματος που του δόθηκε, εφόσον αυτό έχει δικαιολογημένα μη επιθυμητές συνέπειες, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις μη εύηχου κύριου ονόματος ή ομοιότητας με το επώνυμο κι προκαλείται σύγχυση, εάν είναι το όνομα ή το επώνυμο του φέροντος αυτό. Ακόμη, σπουδαίο λόγο ικανό να γίνει δεκτή η αίτηση για αλλαγή κύριου ονόματος είναι η θρησκευτική συνείδηση, η αλλαγή θρησκευτικών θρησκειών επειδή αφορά την συνείδηση του καθενός περί του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας. Η εν λόγω μεταβολή γίνεται με δικαστική απόφαση που εκδίδεται κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.

 

Γ. Αναφορικά με το επώνυμο

Το ζήτημα του επωνύμου είναι πιο απλό συγκριτικά με το κύριο όνομα. Δεν απόκεινται βέβαια στην ιδιωτική αυτονομία η αυθαίρετη αλλαγή του επωνύμου ή προσθήκη έτερου επωνύμου, αλλά πραγματοποιείται με διοικητική πράξη του κατά τόπον αρμόδιου Δημάρχου, παλαιότερα Νομάρχη. Το διοικητικό όργανο αποφασίζει μετά αίτηση του ενδιαφερομένου την αποδοχή ή μη της αλλαγής ή προσθήκης επωνύμου. Η αποδοχή ή μη της αίτησης βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια της Διοικητική Αρχής.

Η νομοθεσία δεν προβλέπει συγκεκριμένου λόγους επίκλησης περί αλλαγής ή προσθήκης επωνύμου όπως στην τροποποίηση του κύριου ονόματος, η οποία αποτελεί δύσκολη διαδικασία. Λόγοι που συνήθως προβάλλονται και γίνονται δεκτές οι αιτήσεις περί αλλαγής ή προσθήκης επωνύμου αφορούν την ηθική και ψυχολογική κατάσταση των αιτούντων και την σχέση τους συνήθως με τους κοντινούς τους συγγενείς.

Πιο συγκεκριμένα, ενδεικτικές περιπτώσεις είναι όταν το επώνυμο είναι κακόηχο ή δύσκολα προφέρεται και δημιουργεί ψυχολογικά προβλήματα στον αιτούντα, όταν το επώνυμο έχει συνδεθεί με αρνητικές, ανήθικες, κακές και προσβλητικές πράξεις από πρόσωπο συνήθως οικογενειακού περιβάλλοντος (π.χ ο γονέας έχει προβεί σε ανήθικες πράξεις και έχει καταδικασθεί), όταν το επώνυμο που έχει ο ενδιαφερόμενος αφορά πρόσωπο το οποίο ο ενδιαφερόμενος δεν έχει καμία ψυχική ή άλλη επαφή και επικοινωνία (το τέκνο έχει το επώνυμο του πατέρα και αυτός δεν έχει καν δει το παιδί του πολλά χρόνια αδιαφορώντας για την ύπαρξη του), όταν το συγκεκριμένο επώνυμο αναφέρεται σε πρόσωπο το οποίο προκαλεί θυμηδία στον ενδιαφερόμενο ή όταν το επώνυμο αντίκειται στο περί  ηθικής αίσθημα της κοινωνίας.

 

Δ. Συμπερασματικά

Η διαδικασία αλλαγής ή προσθήκης κύριου ονόματος δεν είναι απλή, ούτε δίδεται δικαστική απόφαση αν δεν συντρέχουν αυστηρά οι προϋποθέσεις της νομολογίας. Αντίθετα, η αλλαγή επωνύμου ή και η προσθήκη του δίδεται με διοικητική πράξη του Δημάρχου, απόκειται στην διακριτική του ευχέρεια και συνήθως δίδεται το επώνυμο του άλλου γονέα ή στενών συγγενών και όχι τρίτων.

 

Νικόλαος Π. Νικολακόπουλος, α. Δικηγόρος.

© Δικηγορικό Γραφείο Νικόλαος Α. Ιωάννου & Συνεργάτες