Στην υπό κρίσιν περίπτωση, εντολέας μας ήταν μεγάλη εταιρεία παροχής υπηρεσιών πληροφορικής και διαδικτύου, σκοπός της οποίας είναι ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη ολοκληρωμένων πληροφοριακών συστημάτων και προϊόντων λογισμικού με χρήση τεχνολογιών αιχμής, Η εταιρεία αυτή δραστηριοποιείται από το έτος 2008, με ένα συγκεκριμένο διακριτικό τίτλο, -αποτελούμενο από δύο λέξεις-, ενώ ο τίτλος αυτός αποτελεί ταυτόχρονα και το domain name του ιστότοπου της εταιρείας.
Η εταιρεία αυτή είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη και πελατεία στον οικείο τομέα της δραστηριοποίησής της, όπως άλλωστε προέκυπτε και από τα οικονομικά της μεγέθη αλλά και το σύνολο των συνεργασιών της, πέρα από τη φήμη της στην αγορά.
Και ενώ έτσι είχαν τα πράγματα, μια μικρή εταιρεία, δραστηριοποιούμενη στον ίδιο χώρο από το έτος 2012, με άλλο διακριτικό τίτλο, μετέβαλε το διακριτικό της τίτλο μόλις τον Ιούνιο του 2015, χρησιμοποιώντας πια ως τέτοιο την μία, και μάλιστα τη δεσπόζουσα, από τις δύο λέξεις του διακριτικού τίτλου της εντολέως μας.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να αποδίδεται στο «domain name» λειτουργία τόσο διακριτικού τίτλου όσο και σήματος, κατά έμμεσο τρόπο, όταν αυτό χρησιμοποιείται ως διακριτικό στοιχείο για το πρόσωπο ή την επιχείρηση στο διαδίκτυο, διότι (το domain name), όπως και τα προηγούμενα (εμπορικό σήμα και διακριτικός τίτλος), έχει πρωταρχικά εξατομικευτική και αναγνωριστική λειτουργία.
Αξιοσημείωτη είναι, επίσης, η κρίση του Δικαστηρίου, ότι σύγχυση του καταναλωτικού κοινού δύναται να υπάρξει, και άρα είναι απαγορευμένη η χρήση, όχι μόνο του συνόλου του διακριτικού τίτλου μιας επιχείρησης, αλλά ακόμα και η χρήση της δεσπόζουσας λέξης του διακριτικού τίτλου.
Ακολουθεί το κείμενο της υπ’ αριθμ. 9.376/ 2015 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (αδημ.):
«Βασική προϋπόθεση για την άσκηση ηλεκτρονικού εμπορίου, αποτελεί η δημιουργία ενός χώρου στο διαδίκτυο (internet), όπου θα καθίσταται δυνατή η πρόσβαση πελατών και η κατάρτιση των συναλλαγών. Μέσο (εισιτήριο) για την είσοδο στο διαδίκτυο αποτελεί το «domain name» (όνομα περιοχής), τα οποίο κατ’ ουσία επιτελεί ρόλο ηλεκτρονικής διεύθυνσης, επιτρέποντας την επικοινωνία του χρήστη του διαδικτύου με τον κάτοχο της ηλεκτρονικής διεύθυνσης. Έτσι ο χρήστης, συνδεόμενος με ένα συγκεκριμένο όνομα διαδικτύου, επιθυμεί να έρθει σε επαφή με τα δημοσιευόμενα στην ιστοσελίδα δεδομένα και κατ’ επέκταση με το πρόσωπο στο οποίο ανήκει η ιστοσελίδα, με τον τρόπο δε αυτό καθίσταται δυνατή η πρόσβαση πελατών ακόμη και η κατάρτιση συναλλαγών. Το «domain name» αποτελείται από σειρά αλφαβητικών χαρακτήρων (τουλάχιστον τριών και όχι περισσοτέρων των είκοσι τεσσάρων), χωρίς ή με λογικό ειρμό, σε μια ή περισσότερες λέξεις που χωρίζονται από διάφορα σημεία. Η τελευταία από τις λέξεις (κατά κανόνα συγκεκριμένη), αποτελεί και το σημείο αναφοράς, συνήθως της χώρας αρχειακής καταχώρησης του «domain name» του χρήστη (Π.Χ. gr = Greece κ.λπ.) ‘η της βασικής ιδιότητας του (org = Organization). Το «domain name» δεν μπορεί κατ’ αρχήν να ταυτισθεί με την εμπορική επωνυμία, το διακριτικό τίτλο και το εμπορικό σήμα. Πρέπει, ωστόσο, να αποδίδεται σε αυτό λειτουργία τόσο διακριτικού τίτλου όσο και σήματος, κατά έμμεσο τρόπο, όταν αυτό χρησιμοποιείται ως διακριτικό στοιχείο για το πρόσωπο ή την επιχείρηση στο διαδίκτυο, διότι, όπως και τα προηγούμενα, έχει πρωταρχικά εξατομικευτική και αναγνωριστική λειτουργία. Η ευχέρεια ελεύθερης χρήσης οποιαδήποτε ονομασίας, όσο γνωστή και φημισμένη και αν είναι από τον πρώτο τυχόντα θα προκαλούσε τεράστιες ή ανεπανόρθωτες ζημίες στην επιχείρηση που καθιερώθηκε στις συναλλαγές με την επίμαχη ονομασία. Για τη διαφύλαξη έτσι των νόμιμων συμφερόντων των παραπάνω επιχειρήσεων, θα πρέπει να αποδοθεί στο «domain name» μια οιονεί λειτουργία διακριτικού τίτλου και σήματος. Τούτο ενισχύεται και από το ότι οι κάτοχοι «domain name» στην πράξη εμφανίζονται στο διαδίκτυο με τα διακριτικά γνωρίσματα που τους κατέστησαν γνωστούς στον υλικό κόσμο, δηλαδή χρησιμοποιούν το όνομα, την επωνυμία ή το σήμα τους, δεδομένων μάλιστα των περιορισμένων ορίων παροχής «domain name» για κάθε χρήση αλλά και της επιβαλλόμενης αλλά και της επιβαλλόμενης συντομίας για του είδους αυτού την επικοινωνία. Υπό τις ανώτερες παραδοχές, η σύγκρουση μεταξύ διακριτικού γνωρίσματος επιχείρησης, επωνυμίας, σήματος κ.λπ. και «domain name» θα αρθεί κατ’ αρχάς, με βάση την αρχή της χρονικής προτεραιότητας κατά τα εν γένει ισχύοντα. Έτσι το ομοειδές του «domain name» αλλά και της δραστηριότητας του κατόχου του με αντίστοιχο προγενέστερο διακριτικό γνώρισμα κ.λπ., σαφώς συνηγορεί υπέρ της κατάφασης τη προσβολής του προγενέστερου γνωρίσματος. Ο κίνδυνος σύγχυσης, ωστόσο, πρέπει να νοηθεί ευρέως, ώστε να μην αποκλείεται ακόμα και όταν η μεταγενέστερη επιχείρηση παράγει ή εμπορεύεται ανόμοια προϊόντα ή προσφέρει ανόμοιες υπηρεσίες, αφού και στην περίπτωση αυτή ο καταναλωτής μπορεί να σχηματίσει την εντύπωση ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή ότι ανάμεσα στις δύο επιχειρήσεις υπάρχει σχέση συνεργασίας.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 του Ν. 146/ 1914 περί αθέμιτου ανταγωνισμού «απαγορεύεται κατά τας εμπορικός, βιομηχανικός ή γεωργικώς συναλλαγάς πάσα προς τον σκοπόν ανταγωνισμού γενομένη πράξη αντικείμενη εις τα χρηστάς ήθη. Ο παραβάτης δύναται να εναχθεί προς παράλειψιν και προς ανόρθωσιν της προσγενόμενης ζημίας». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 1 και 4 του Ίδιου νόμου «όστις κατά τας συναλλαγάς ποιείται χρήσιν ονόματος τινός, εμπορικής επωνυμίας ή ιδιαιτέρου δακριτικού γνωρίσματος καταστήματος ή βιομηχανικής επιχειρήσεως ‘η εντύπου τινός κατά τρόπον δυνάμενον να προκαλέσει σύγχυσιν με το όνομα, την εμπορικήν επωνυμίαν ή το ιδιαίτερο διακριτικόν γνώρισμα, άτινα έτερος νομίμως μεταχειρίζεται, δύναται να υποχρεωθεί υπό του τελευταίου εις παράλειψιν της χρήσεως. Ως ιδιαίτερον διακριτικόν γνώρισμα, θεωρείται και ο ιδιαίτερος διασχηματισμός ή η ιδιαιτέρα διακόσμησις των εμπορευμάτων, της συσκευής ή του περικαλύμματος αυτών, εφόσον είναι γνωστά εις τους σχετικούς κύκλος των συναλλαγών ως διακριτικά σημεία των ομοίων εμπορευμάτων άλλου τίνος». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει 1) ότι για την εφαρμογή του άρθρου 1 απαιτείται η πράξη αφενός να έγινε προς το σκοπό του ανταγωνισμού και αφετέρου να αντίκειται στα χρηστά ήθη, ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, που, κατά τη γενική αντίληψη, σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση (ΑΠ Ολ 2/2008) και 2) ότι για την ύπαρξη αθέμιτου ανταγωνισμού με τη χρήση ξένου διακριτικού γνωρίσματος απαιτείται δυνατότητα να προκληθεί σύγχυση, χωρίς την οποία αθέμιτος ανταγωνισμός εν υπάρχει (ΑΠ 2026/2007, ΑΠ 1123/2002, ΑΠ 1780/1999). Ειδικότερα, διακριτικό γνώρισμα είναι το μέσο, με το οποίο εξατομικεύεται είτε το πρόσωπο (λ.χ. το όνομα του), είτε η επιχείρηση (λ.χ. διακριτικός τίτλος της), είτε το εμπόρευμα ή οι υπηρεσίες (λ.χ. το σήμα και ο διασχηματισμός), (ΑΠ 606/2005). Σε αντίθεση με τη γενική απαγορευτική ρήτρα του άρθρου 1 του Ν 146/1914, που απαιτεί ανταγωνιστικό σκοπό, κατά την έννοια της πρόθεσης των άρθρων 914 και 919 ΑΚ, στην περίπτωση του άρθρου 13 του ίδιου νόμου αρκεί η χρήση να γίνεται κατά τρόπο, που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση, έστω και αν αυτή δεν γίνεται με ανταγωνιστικό σκοπό. Χρήση, που μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση, είναι η αυτούσια μίμηση και η παραποίηση, δηλαδή η χρησιμοποίηση με μικρές μεταβολές, που δεν αρκούν για να αποτραπεί η σύγχυση. Έτσι, η παραποίηση μπορεί να είναι οπτική, ηχητική, εννοιολογική ή και συνειρμική, τον δε κίνδυνο σύγχυσης μπορεί να δημιουργήσει η ομοιότητα λέξεων ή και αριθμών, που αποτελούν το γνώρισμα, εικόνων, ήχων, σχημάτων, χρωμάτων, σχεδίων, συσκευασιών, διαφημίσεων. Σημασία έχει η γενική εντύπωση, που δημιουργείται ενώ ο κίνδυνος σύγχυσης δεν αποκλείεται, όταν η χρησιμοποίηση γίνεται με μικρές παραλλαγές (ΑΠ1409/1980).
Κίνδυνος σύγχυσης υπάρχει, όταν, λόγω ομοιότητας δύο διακριτικών γνωρισμάτων, μπορεί να δημιουργηθεί παραπλάνηση στους συναλλακτικούς κύκλους και συγκεκριμένα σε ένα όχι εντελώς ασήμαντο μέρος των πελατών, όσον αφορά στην προέλευση των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών από ορισμένη επιχείρηση, είτε στην ταυτότητα της επιχείρησης, είτε στην ύπαρξη σχέσης συνεργασίας μεταξύ των δύο επιχειρήσεων. Τέτοια σύγχυση πρέπει να αποφεύγεται, διότι ο σαφής σκοπός του νομοθέτη είναι, να αποτρέπονται πεπλανημένες εντυπώσεις ως προς τη δραστηριότητα μιας επιχείρησης και εκμετάλλευση της καλής φήμης από άλλη επιχείρηση. Προϋπόθεση για να δημιουργηθεί σύγχυση από τη χρήση των διακριτικών γνωρισμάτων είναι να έχουν διακριτική δύναμη, χωρίς την οποία δε μπορούν να επιτελέσουν τον προορισμό τους. Ο βαθμός της διακριτικής δύναμης προσδιορίζει και την έκταση προστασίας. Η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως αποτελεί προϋπόθεση για την προστασία όλων των διακριτικών γνωρισμάτων (ΑΠ 241/1991).
Ο παραβάτης των ανωτέρω διατάξεων μπορεί να υποχρεωθεί σε παράλειψη χρήσεως του διακριτικού γνωρίσματος, από το οποίο μπορεί να προκληθεί η σύγχυση που προαναφέρθηκε ή και σε αποζημίωση εκείνου που ζημιώθηκε, αν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει, ότι με τη χρήση αυτή μπορούσε να προκληθεί σύγχυση (ΑΠ 711/1988) ως και σε άρση προσβολής, η οποία μπορεί να συνίσταται και στην κατάσχεση και καταστροφή. Ειδικότερα, αξίωση αποζημίωσης αναγνωρίζεται στον ζημιωθέντα τόσο στην περίπτωση του άρθρου 1 του Ν.146/1914 γενικά, όσο και στην περίπτωση του άρθρου 13 παρ.18 του ίδιου νόμου, στη δεύτερη, όμως, περίπτωση μόνο, αν ο παραβάτης γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει (δηλαδή από αμέλεια δεν γνώριζε), ότι με τη χρήση του ξένου διακριτικού γνωρίσματος μπορούσε να προκληθεί σύγχυση (ΑΠ 1131/ 1995, ΑΠ 241/1991).
Τέλος, η ως άνω γενική ρήτρα του άρθρου 1 του Ν. 146/ 1914 εφαρμόζεται, συμπληρωματικά – επικουρικά και επί εμπορικού ή βιομηχανικού σήματος, εφόσον η προστασία, που παρέχουν οι ειδικές περί σημάτων διατάξεις του Ν. 2239/ 1994 δεν επαρκεί. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 13 του Ν. 146/1914 προκύπτει ότι, για να παρασχεθεί στο δικαιούχο σήματος η προβλεπόμενη από το νόμο για τον αθέμιτο ανταγωνισμό προστασία, απαιτείται, αφενός μεν πράξη, που να έγινε με σκοπό ανταγωνισμού, και αφετέρου με τη χρήση του ξένου σήματος, να υπάρχει δυνατότητα πρόσκλησης σύγχυσης στον κοινό καταναλωτή, σχετικά με την προέλευση ομοίων προϊόντων, χωρίς την οποία (σύγχυση) δεν νοείται, όπως αναφέρθηκε, αθέμιτος ανταγωνισμός (ΑΠ 1131/1995, ΑΠ 30/1990).
Η αιτούσα εταιρία ιδρύθηκε το έτος 2008 και ο σκοπός της είναι ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη ολοκληρωμένων πληροφοριακών συστημάτων και προϊόντων λογισμικού με χρήση τεχνολογιών αιχμής. Από την έναρξη της εμπορικής της δραστηριότητας φέρει το διακριτικό τίτλο « XXXXX YY», με τον οποίο είναι καταχωρημένη και στο οικείο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών, ενώ διαθέτει και ιστοσελίδα με την ίδια ένδειξη. Ο καθ’ ου την αίτηση από ο 2012 δραστηριοποιείται και αυτός στον ίδιο χώρο της παροχής υπηρεσιών διαδικτύου και διαδικτυακής διαφήμισης ενώ διαθέτει και ιστοσελίδα, όπου μέχρι τον Ιούνιο 2015 δραστηριοποιούνταν με το διακριτικό τίτλο «…». Η αιτούσα, κατά μήνα Ιούνιο 2015, πληροφορήθηκε για πρώτη φορά ότι κάθε φορά που κάποιος ενδιαφερόμενος για την παροχή των δικών της υπηρεσιών πληκτρολογούσε στο διαδίκτυο τα στοιχεία της εταιρείας της, βρισκόταν αυτομάτως και χωρίς τη θέληση του στην ιστοσελίδα του καθ’ ου. Όπου εκεί προβάλλετο το διακριτικό γνώρισμα «XXXXX» αντί του μέχρι τότε χρησιμοποιούμενου από αυτόν «…». Ειδικότερα κατά την πληκτρολόγηση του διακριτικού τίτλου της αιτούσας στη μεγαλύτερη μηχανή αναζήτησης ηλεκτρονικών διευθύνσεων της εταιρείας «google» προβάλλει μια άλλη σελίδα με το όνομα «XXXXX» στην οποία φέρεται ως υπεύθυνος ο καθ’ ου. Έτσι η οπτική εντύπωση που δημιουργείται στον μέσο δέκτη παροχής αντίστοιχων υπηρεσιών διαδικτύου με τη χρήση της προαναφερόμενης δεσπόζουσας λέξης στην οποία επικεντρώνεται η προσοχή του ενδιαφερόμενου κοινού, έχει ως αποτέλεσμα να προκαλείται σύγχυση στον, χωρίς εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρία, μέσο δέκτη παροχής υπηρεσιών, αναφορικά με την ταυτότητα του παρόχου των διαδικτυακών υπηρεσιών, συγκεκριμένα δε δημιουργείται η εσφαλμένη εντύπωση ότι η αιτούσα εταιρεία είναι αυτή που εμφαίνεται στη σχετική σελίδα, ενώ αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Ο καθ’ ου διατείνεται ότι οι διαδικτυακές υπηρεσίες που προσφέρει είναι εντελώς διαφορετικές από εκείνες που προσφέρει η αιτούσα, καθόσον το κύριο, σχεδόν αποκλειστικό, αντικείμενο της δραστηριότητας του ιδίου είναι η διαδικτυακή διαφήμιση, ενώ η ως άνω αντίδικος του ασχολείται σε έργα υποδομής και ως εκ τούτου δεν προκαλείται σύγχυση στο ενδιαφερόμενο κοινό. Ο ως άνω ισχυρισμός είναι επίσης απορριπτέος, καθόσον δεν πιθανολογήθηκε η ουσιαστική του βασιμότητα, αφού και οι δύο επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στο χώρο της πληροφορικής, ο μέσος δε και χωρίς εμπειρία δέκτης των εν λόγω υπηρεσιών του ιδίου συναλλακτικού κύκλου εκλαμβάνει πεπλανημένα τις υπηρεσίες διαδικτύου ως προερχόμενες από την επιχείρηση της αιτούσας, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αφενός μεν σύγχυση στους δέκτες των εν λόγω υπηρεσιών, αφετέρου δε αθέμιτη οικειοποίηση της πελατείας της αιτούσας εκ μέρους του καθ’ ου, μ συνέπεια την αντίστοιχη ζημία της πρώτης από την παράνομη και χωρίς την άδεια ή συναίνεση της χρήσης του ένδικου διακριτικού γνωρίσματος.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση και να υποχρεωθεί προσωρινά ο καθ’ ου η αίτηση να απέχει από τη χρήση του διακριτικού τίτλου «XXXXX», κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα, ενώ απειλεί σε βάρος του καθ’ ου χρηματική ποινή χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) μηνός για κάθε μελλοντική παραβίαση της απόφασης. Τέλος η δικαστική δαπάνη της αιτούσας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του καθ’ ου λόγω της ήττας του (αρ.176 ΚΠλΔ).
[…]
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την αίτηση.
Υποχρεώνει τον καθ’ ου η αίτηση προσωρινά να απέχει από τη χρήση του διακριτικού τίτλου «XXXXX» και δη στον ιστότοπό του, στην ηλεκτρονική του διεύθυνση, σε διαφημιστικές ενέργειες στο διαδίκτυο, σε διαφημιστικές ενέργειες προωθούμενες από τις υφιστάμενες στο διαδίκτυο μηχανές αναζήτησης, σε διαφημιστικές ενέργειες σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε διάφορα ηλεκτρονικά έγγραφα που απευθύνονται σε επιχειρήσεις και στο κάτω μέρος των ιστοσελίδων τρίτων που έχουν δημιουργηθεί από αυτή.
Απειλεί σε βάρος του καθ’ ου η αίτηση χρηματική ποινή χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) μηνός για κάθε μελλοντική παραβίαση της ανωτέρω διατάξεως».
Νικόλαος Α. Ιωάννου, Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, LL.M. Heidelberg.
© Δικηγορικό Γραφείο Νικόλαος Α. Ιωάννου & Συνεργάτες