Κυβερνοσφετερισμός (cybersquatting): Σύγκρουση σήματος και domain name

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ 21 Μαρτίου / ΝΕΑ

Με την ευρύτατη, πια, εξάπλωση της χρήσης των υπηρεσιών του Διαδικτύου και την εκμετάλλευση των ωφελειών του ακόμα και από τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, έχει γίνει γνωστή αλλά και αισθητή σε όλους, η αθέμιτη τακτική του κυβερνοσφετερισμού («cybersquatting»), ήτοι η κακόπιστη καταχώρηση ως domain name ή/ και η χρήση ενός τέτοιου, το οποίο αποτελεί εμπορικό σήμα, σήμα φήμης ή διακριτικό γνώρισμα εμπορικής επιχείρησης τρίτου (διακριτικό τίτλο, επωνυμία επιχείρησης, έτερο domain name κλπ.), προς το σκοπό του προσπορισμού παράνομου οφέλους.

Η αθέμιτη πρακτική έχει καταδείξει ότι οι «κυβερνοσφετεριστές», είτε αποβλέπουν στην παρασιτική απόσπαση πελατείας από την επιχείρηση, το σήμα ή το διακριτικό γνώρισμα της οποίας σφετερίζονται διά του κακοπίστως καταχωρούμενου domain name, είτε σε παράνομο κέρδος το οποίο θα προκύψει από την εκβιαστική «πώληση» του νέου καταχωρημένου domain name προς τον αληθή δικαιούχο του σήματος ή της εμπορικής επωνυμίας, μιας και πολλοί αληθείς δικαιούχοι επιλέγουν να υποκύψουν σε ένα τέτοιο εκβιασμό, από το να επιλέξουν τη δικαστική οδό.

Ο συνηθέστερος λόγος για τον οποίο υπέκυπταν οι περισσότεροι αληθείς δικαιούχοι, ήταν το γεγονός ότι η Νομολογία δεν είχε αντιμετωπίσει αποτελεσματικά αυτή την ανθρώπινη συμπεριφορά, και εξαιτίας του γεγονότος ότι αναμφίλεκτα η τεχνολογία τρέχει με ρυθμούς που ο νομοθέτης αλλά και η Δικαιοσύνη πολλές φορές αδυνατούν να ακολουθήσουν.

Ωστόσο, οι μη έχοντες άλλη επιλογή, ήτοι οι έμποροι οι οποίοι ήσαν θύματα της άλλης μορφής κυβερνοσφετερισμού, αυτής της παρασιτικής απόσπασης πελατείας, αναγκαστικά, εστράφησαν στη Δικαιοσύνη, με αποτέλεσμα πια τα ζητήματα αυτά να έχουν απασχολήσει τα ελληνικά Δικαστήρια, και μάλιστα να έχουν εκδοθεί ουκ ολίγες, και μάλιστα αξιοσημείωτες αποφάσεις. Ήδη σε προηγούμενο άρθρο μας είχαμε αναφερθεί στην προστασία του domain name, και στην απόφαση ΜΠρΑθ 9376/ 2015.

 

Τα ελληνικά Δικαστήρια απασχόλησαν και άλλες περιπτώσεις, με αποτέλεσμα να εκδοθούν και άλλες αποφάσεις, μεταξύ των οποίων και η ΕφΑθ 2288/ 2016 (ΤΝΠ Ισοκράτης).

Το Εφετείο Αθηνών, επικύρωσε επί της ουσίας την πρωτοβάθμια απόφαση, διατηρώντας σε ισχύ την κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τροποποιώντας επί το ορθότερο το αιτιολογικό της.

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο δικαίωσε αλλοδαπό νομικό πρόσωπο δραστηριοποιούμενο και στην Ελλάδα, το οποίο είχε κατοχυρωμένο κοινοτικό σήμα, το οποίο πια ήταν σήμα φήμης, ενώ ταυτοχρόνως είχε κατοχυρώσει και αντίστοιχο domain name. Οι δε κυβερνοσφετεριστές κατοχύρωσαν το ίδιο ακριβώς σήμα με διαφορετική κατάληξη (.info).

Αξιοσημείωτη είναι, -εκτός των άλλων και-, η καταδίκη των ημεδαπών εναγομένων να προβούν σε in natura αποζημίωση της εναγούσης δι’ υποχρεώσεώς τους να μεταβιβάσουν το domain name στην αληθή δικαιούχο του εναγομένη εταιρεία.

Το κείμενο της αποφάσεως έχει ως ακολούθως:

 

 «II. Στην από […] αγωγή, που η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, εδρεύουσα στ…. […] και νομίμως εκπροσωπούμενη εταιρία με την επωνυμία […] και τον διακριτικό τίτλο […], άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά των εναγομένων, ήδη εκκαλούντων, 1) εδρεύουσας στα […] και νομίμως εκπροσωπούμενης μονοπρόσωπης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «… ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ» και τον διακριτικό τίτλο «….» και 2) …, και δη καθ’ ο μέρος αυτή ερευνάται στο πλαίσιο του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της υπό κρίση έφεσης, ιστορούνται, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου της, τα εξής: Ότι η ενάγουσα, η οποία είναι η μητρική εταιρία ενός πολυεθνικού Ομίλου εταιριών «……», με κεντρική διοίκηση στην πόλη […….] της Κίνας, δραστηριοποιείται στον τομέα της παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικού εμπορίου μέσω διαδικτύου σε παγκόσμιο επίπεδο, περιλαμβανομένης της Ελλάδος και της Ε.Ε., χρησιμοποιώντας από την ίδρυση της και μετέπειτα, συνεχώς και αδιαλείπτως στις συναλλαγές της, ως σήμα των προϊόντων και υπηρεσιών της, ως επωνυμία και διακριτικό γνώρισμα (διαδικτυακό και μη) της επιχείρησης της την ένδειξη «…», με την οποία έχει καθιερωθεί στις διεθνείς συναλλαγές. Ότι η ίδια (ενάγουσα) είναι δικαιούχος, πέραν των άλλων, του αναφερόμενου στην αγωγή κοινοτικού σήματος «…. .COM», το οποίο περιέχει την πιο πάνω ένδειξη και ισχύει νόμιμα, ενώ διακριτικά γνωρίσματα της έχουν καταστεί τόσο το σήμα αυτό όσο και η επωνυμία της καθώς και το όνομα χώρου (domain name) «…… .com», που η ίδια χρησιμοποιεί ήδη από το έτος 1999 στο διαδίκτυο για τις υπηρεσίες της και περιλαμβάνουν την αυτή ως άνω λεκτική ένδειξη. Ότι το κοινοτικό σήμα και διακριτικά γνωρίσματα της ενάγουσας, τα οποία προαναφέρονται, είχαν καταστεί ήδη από το έτος 2004 και συνέχισαν έκτοτε να αποτελούν σήμα και διακριτικά γνωρίσματα φήμης, διότι, κατά τα ειδικότερα στο αγωγικό δικόγραφο εκτιθέμενα, εμφανίζουν αυξημένο   βαθμό καθιέρωσης στις συναλλαγές, μοναδικότητα, ιδιοτυπία και διακριτική δύναμη, απολαμβάνουν της ιδιαίτερης θετικής εκτίμησης του καταναλωτικού κοινού σε σχέση με τις υπηρεσίες που διακρίνουν, σηματοδοτούν και διακρίνουν, για ιδιαίτερο εκτεταμένο χρονικό διάστημα και σε ευρεία, παγκοσμίως, γεωγραφική έκταση, περιλαμβάνουσα και την Ελλάδα και τα λοιπά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), μεγάλο όγκο συναλλαγών που διενεργούνται με τις ηλεκτρονικές διαδικτυακές πύλες – πλατφόρμες αυτής (ενάγουσας), και για την παγκόσμια προβολή και προώθηση τους έχουν πραγματοποιηθεί σημαντικές επενδύσεις και έχουν καταβληθεί αντίστοιχα σημαντικές διαφημιστικές δαπάνες. Ότι εντός του έτους 2011 η ενάγουσα πληροφορήθηκε ότι η πρώτη των εναγομένων, εταιρία παροχής υπηρεσιών διαδικτύου, της οποίας μοναδικός εταίρος, διαχειριστικής και νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο δεύτερος από αυτούς (εναγομένους), μέσω του οποίου η πρώτη ενεργεί και ο οποίος ενεργεί και ατομικώς, χρησιμοποιούν στις συναλλαγές, χωρίς τη δική της (δηλαδή της ενάγουσας) άδεια, ως όνομα χώρου (domain name) σε διεθνές επίπεδο και ως διακριτικό γνώρισμα της επιχείρησης της, την ένδειξη «…… .info», η οποία της παραχωρήθηκε, εν αγνοία της νυν αντιδίκου της, στις 26.11.2004, προκειμένου να διακρίνουν διαδικτυακές υπηρεσίες τηλεπικοινωνιακής προβολής και διαφήμισης, στις οποίες περιλαμβάνονται και υπηρεσίες διαφήμισης τρίτης εταιρίας, και δη της διαδικτυακής πύλης «SEDO.COM». Ότι οι εναγόμενοι, με τη χρήση της παραπάνω ένδειξης, ως μέρους του καταχωρηθέντος ως άνω από αυτούς ονόματος χώρου (domain name), κατά παραποίηση και απομίμηση, μεταξύ των άλλων, του κατοχυρωμένου κοινοτικού σήματος της ενάγουσας, για υπηρεσίες ταυτόσημες, άλλως παρόμοιες με εκείνες που καλύπτει το σήμα της τελευταίας, προσβάλλουν παρανόμως και υπαιτίως το σήμα αυτό, δημιουργώντας κίνδυνο σύγχυσης, περιλαμβανομένου στον κίνδυνο αυτό και του κινδύνου συσχέτισης, του καταναλωτικού κοινού, το οποίο εκλαμβάνει εκ πλάνης ότι η εν λόγω ονομασία χώρου ανήκει στην ενάγουσα ή σε επιχείρηση εμπορικά συνδεδεμένη με αυτήν ή ελεγχόμενη από αυτήν, βλάπτουν τη διακριτική δύναμη και φήμη του εν λόγω σήματος και των προαναφερόμενων διακριτικών γνωρισμάτων της ενάγουσας (σήματος, επωνυμίας και ονόματος χώρου), απομειώνοντας την ελκτική δύναμη τους, ενώ, περαιτέρω, αντλούν, από την πρόκληση σύγχυσης, όπως άλλωστε επιδιώκουν, αθέμιτο όφελος χωρίς εύλογη αιτία, από τη φήμη αυτών στην Ελλάδα και τα λοιπά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), καθόσον καρπώνονται, χωρίς κόπο, περιουσιακό όφελος μέσω της πρόκλησης κινδύνου συνειρμικής διασύνδεσης μεταξύ αυτής (ενάγουσας) και της πρώτης των εναγομένων. Ότι, επιπροσθέτως, η ιστορούμενη καταχώρηση και χρήση από τους εναγομένους του άνω ονόματος χώρου (domain name) παρεμποδίζει την ενάγουσα να καταχωρήσει και χρησιμοποιήσει το εν λόγω όνομα χώρου για λογαριασμό της δικής της επιχείρησης. Ότι, έτσι και σε ακολουθία με τα παραπάνω, η, χωρίς άδεια, εκμετάλλευση από τους εναγομένους του φημισμένου κοινοτικού σήματος και των προαναφερόμενων διακριτικών γνωρισμάτων φήμης της ενάγουσας, συνιστά, παραλλήλως, εν γνώσει των εναγομένων, πράξη παράνομη και αντίθετη στα χρηστά συναλλακτικά ήθη, κατά την έννοια των διατάξεων περί αθέμιτου ανταγωνισμού, καθώς αποσκοπεί στην επίτευξη κέρδους μέσω της χρήσης/υφαρπαγής της, με κόπους και έξοδα, αποκτηθείσας προγενεστέρως άυλης περιουσίας αυτής (ενάγουσας) και αθέμιτη εκμετάλλευση της φήμης τους.

Με βάση τα περιστατικά αυτά η ενάγουσα ζητεί: α) Να αναγνωριστεί ότι η χρήση από τους εναγομένους της ένδειξης «….. .info» ως ονομασίας χώρου (domain name) και ως διακριτικού σημείου τους συνιστούν παραποιήσεις, άλλως απομιμήσεις του επίδικου σήματος, διακριτικών γνωρισμάτων και επωνυμίας της, καθώς και αθέμιτη εκμετάλλευση, χωρίς εύλογη αιτία, της φήμης που το σήμα αυτό έχει αποκτήσει στην Ε.Ε. και στην Ελλάδα, καθώς και βλάβη της φήμης και του διακριτικού χαρακτήρα αυτών. β) Να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την επίδοση σε αυτούς της, επί της υπό κρίση αγωγής, απόφασης, να άρουν την ιστορούμενη ως άνω προσβολή και να μεταβιβάσουν στην ίδια (ενάγουσα) την ονομασία χώρου (domain name) «…… .info», άλλως να παραιτηθούν αμετάκλητα από αυτήν, τούτο δε με την απειλή σε βάρος τους χρηματικής ποινής, ύψους πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης τους προς την εν λόγω υποχρέωση, καθώς και προσωπικής κράτησης εναντίον του δευτέρου των εναγομένων, διάρκειας ενός (1) έτους. γ) Να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να παύσουν στο παρόν και να παραλείπουν στο μέλλον να χρησιμοποιούν στις συναλλαγές, στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.), ως διακριτικό γνώρισμα και ονομασία χώρου (domain name) την ένδειξη «……. .info», κατ’ απομίμηση ή παραποίηση του σήματος, διακριτικών γνωρισμάτων και επωνυμίας «……..», απειλούμενης σε βάρος τους χρηματικής ποινής, ύψους εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ και εναντίον του δευτέρου από αυτούς (εναγομένους) και προσωπικής κράτησης, διάρκειας ενός (1) έτους, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης τους στην αμέσως πιο πάνω υποχρέωση. δ) Να δημοσιευθεί το διατακτικό της απόφασης σε δύο (2) ημερήσιες εφημερίδες πανελλαδικής κυκλοφορίας, με δαπάνες των εναγομένων και επιμέλεια της ιδίας (ενάγουσας).

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του, αφού απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη ως προς το υπό στοιχ. α’ κύριο αίτημα της, καθώς και ως προς το παρεπόμενο αίτημα της περί επιβολής χρηματικής ποινής σε βάρος των εναγομένων και απαγγελίας προσωπικής κράτησης εναντίον του δευτέρου από αυτούς (εναγομένους), για την περίπτωση που αυτοί δεν προβούν στη μεταβίβαση προς την ενάγουσα του επίμαχου ονόματος χώρου (domain name), έκανε δεκτή αυτήν εν μέρει, και δη κατά το μέρος της το οποίο βάλλεται με την υπό κρίση έφεση, ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, και i) υποχρέωσε τους εναγομένους να παύσουν στο παρόν και να παραλείπουν στο μέλλον να χρησιμοποιούν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, στις συναλλαγές, εντός της Ελλάδος και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), την ένδειξη «…… .info», κατά παραποίηση και απομίμηση του προγενέστερου κοινοτικού σήματος και διακριτικού γνωρίσματος της ενάγουσας «……. .com», του διακριτικού τίτλου και της επωνυμίας της, ii) απείλησε σε βάρος των εναγομένων χρηματική ποινή, ύψους δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, και εναντίον του δευτέρου των εναγομένων προσωπική κράτηση, διάρκειας ενός (1) μηνός, για κάθε παράλειψη συμμόρφωσης τους προς την αμέσως ανωτέρω υποχρέωση, iii) διέταξε τη δημοσίευση του διατακτικού της απόφασης στις ημερήσιες εφημερίδες πανελλαδικής κυκλοφορίας «……..» και «……..», με δαπάνες των εναγομένων και με επιμέλεια της ενάγουσας, iν) κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή  ως  προς τις ανωτέρω  διατάξεις της,  ν) διέταξε τη μεταβίβαση της ονομασίας χώρου «……….com» στην ενάγουσα και νί) καταδίκασε τους εναγομένους στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής, και δη κατά το μέρος κατά το οποίο ηττήθηκαν, παραπονούνται ήδη με την έφεση τους οι εκκαλούντες -εναγόμενοι, ζητώντας, για τους λόγους που εκτίθενται σ’ αυτήν και ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και ν’ απορριφθεί η αγωγή.

 

III. Από τις διατάξεις των άρθρ. 1, 4, 9, 14, 91, 97 και 98 του Κανονισμού (ΕΚ) 40/1994 του Συμβουλίου της 20-12-1993 «Για το κοινοτικό σήμα», που έχει άμεση εφαρμογή αποτελώντας μέρος του εφαρμοστέου ημεδαπού εσωτερικού δικαίου (άρθρ. 249 παρ. 1, 2 ΣυνθΕΟΚ) – σε εκτέλεση του Κανονισμού εκδόθηκε το π.δ. 353/1998, ο δε Κανονισμός συμπληρώθηκε με τους Κανονισμούς 3288/94, 2868/95 και 2869/95 και τροποποιήθηκε με τον Κανονισμό 422/2004, οι δε σχετικές διατάξεις  κωδικοποιήθηκαν  με τον Κανονισμό 207/2009 – προκύπτουν τα ακόλουθα:

Το κοινοτικό σήμα είναι το πρώτο καθαρώς κοινοτικού δικαίου δικαίωμα. Απονέμεται από την κοινοτική έννομη τάξη στα πλαίσια της αρμοδιότητας των κοινοτικών οργάνων για τη σύσταση κοινοτικών δικαιωμάτων, η οποία θεμελιώνεται στις διατάξεις των άρθρ. 235 επ. Συνθήκης ΕΟΚ. Είναι απόλυτο δικαίωμα με υπερεθνικό χαρακτήρα και ισχύ σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και βασικά χαρακτηριστικά του είναι ότι αυτό γεννάται από και με την καταχώρησή του (τυπικό σύστημα κτήσης), ενώ η χρήση του σήματος έχει σημασία μόνο για τη διακριτική δύναμη αυτού και τη διατήρηση του δικαιώματος. Κοινοτικό σήμα μπορεί να αποτελέσει οποιοδήποτε σημείο επιδεκτικό γραφικής παράστασης, ιδίως λέξεις, συμπεριλαμβανομένων των ονομάτων των προσώπων, σχεδιαγράμματα, αριθμοί, το σχήμα προϊόντος ή της συσκευασίας του, υπό την προϋπόθεση ότι τα σημεία αυτά είναι ικανά να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων.

Ο δικαιούχος, περαιτέρω, κοινοτικού σήματος έχει αποκλειστικό δικαίωμα στη χρήση του, καθώς και δικαίωμα να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο κοινοτικών σημάτων, προκειμένου να απαγορεύσει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές, χωρίς τη συγκατάθεση του: α) Κάθε σημείο που ταυτίζεται με το κοινοτικό σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες που ταυτίζονται με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωρηθεί. β) Κάθε σημείο, για το οποίο, λόγω του ταυτόσημου ή της ομοιότητας του με το κοινοτικό σήμα και του ταυτόσημου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών, οι οποίες καλύπτοντας από το κοινοτικό σήμα και το σημείο, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης από μέρους του κοινού, περιλαμβανομένου στον κίνδυνο αυτόν και του κινδύνου συσχέτισης μεταξύ σημείου και σήματος. Τα κριτήρια, δε, του κινδύνου σύγχυσης είναι συνάρτηση τριών παραγόντων.

Κατ’ αρχήν είναι η ομοιότητα μεταξύ των συγκρουόμενων σημείων. Για τη διαπίστωση του βαθμού ομοιότητας τους, εκτιμάται η συνολική εντύπωση των δύο σημείων, έτσι ώστε επουσιώδεις διαφοροποιήσεις να μην κρίνονται επαρκείς για την αποτροπή του κινδύνου σύγχυσης. Η εντύπωση που προκαλεί ένα διακριτικό γνώρισμα και που πρέπει να εξετάζεται για τη διαπίστωση της ομοιότητας, μπορεί να είναι οπτικής, ηχητικής και εννοιολογικής φύσης, ενώ ως μέτρο για την εκτίμηση της εντύπωσης των δύο σημάτων πρέπει να λαμβάνεται ο μέσων γνώσεων, μέσης ευφυίας, εμπειρίας και παρατηρητικότητας καταναλωτής. Για τη διαπίστωση του κινδύνου σύγχυσης δεν απαιτείται σχετική πρόθεση από την πλευρά του προσβολέα, ούτε απαιτείται η σύγχυση πραγματικά να επέλθει ή να μπορεί να προκληθεί σε όλους ή στην πλειονότητα των καταναλωτών.

Δεύτερος παράγων είναι η ομοιότητα μεταξύ των φερόντων τα σήματα προϊόντων ή υπηρεσιών και τρίτος είναι το πόσο γνωστό είναι το σήμα στην αγορά. Έτσι, ο κίνδυνος σύγχυσης πρέπει να εκτιμάται με βάση τη συνολική εντύπωση που προκαλούν τα σήματα, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους. Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εκτίμησης της ομοιότητας των οικείων σημάτων, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος καταναλωτής, που έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, συνεκτιμωμένου και του ότι σπανίως ο μέσος καταναλωτής έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε άμεση σύγκριση των διαφόρων σημάτων και συνήθως είναι αναγκασμένος να ανατρέχει στην ατελή εικόνα που έχει συγκρατήσει στη μνήμη του. γ) Σημείο που ταυτίζεται ή ομοιάζει με το κοινοτικό σήμα, για προϊόντα ή υπηρεσίες που δεν ομοιάζουν με εκείνες για τις οποίες έχει καταχωρηθεί το κοινοτικό σήμα, εάν αυτό χαίρει φήμης στην Κοινότητα και η χρησιμοποίηση χωρίς εύλογη αιτία του σημείου, θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του κοινοτικού σήματος ή θα έβλαπτε τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη.

Εξάλλου, το δικαστήριο κοινοτικών σημάτων, που καθιερώθηκε και στην Ελλάδα με το ν. 2943/ 2001 (άρθρ. 6 έως 11), εφαρμόζει, όσον αφορά στις κυρώσεις, το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο διαπράχθηκε ή απειλείται να διαπραχθεί η προσβολή (ΑΠ 338/2012 ΝοΒ 2012.1791 και ΕΕμπΔ 2012.937, ΕφΑθ 1711/2013 ΕΕμπΔ 2013.724, ΕφΘεσσ 1240/2010 ΤΝΠ Ισοκράτης). Με βάση, δε, το ν. 2239/ 1994, που ίσχυε κατά τον επίμαχο για την κρινόμενη υπόθεση χρόνο (ήτοι πριν την κατάργηση του με τις οικείες διατάξεις του ν. 4072/ 2012) και που συνόψισε σε ενιαίο κείμενο την υφιστάμενη ελληνική νομοθεσία για τα εμπορικά σήματα, αποτελούμενη κατά βάση από το ν. 1998/ 1939 και το ν. 3205/ 1955, καθώς και το π.δ. 3171/ 1992, που ενσωμάτωσε στο ελληνικό δίκαιο την 89/ 104/ ΕΟΚ/ 21.12.1980 πρώτη οδηγία, η αστική προστασία του σήματος συνίσταται στο ότι, σε περίπτωση παράνομης χρήσης σήματος από άλλον, ο νόμος παρέχει στον δικαιούχο, μεταξύ άλλων, αξίωση για παράλειψη [άρθρ. 26, αλλά και 18 του ν. 2239/1994 (βλ. Ν. Ρόκα, Βιομηχανική Ιδιοκτησία, παρ. 24, αριθ. 38)].

Τέτοια παράνομη χρήση συνιστά η παραποίηση ή απομίμηση του σήματος και, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρ. 1, 2, 4 παρ. 1 εδ. α’, β’ και γ’, 18 παρ. 1 και 26 του ίδιου νόμου, παραποίηση μεν του σήματος συνιστά η ακριβής ή κατά τα κύρια αυτού μέρη αντιγραφή ή αναπαράσταση του, ενώ απομίμηση αποτελεί η ιδιαίτερη προσέγγιση προς το ξένο σήμα, η οποία, όμως, λόγω οπτικής ή και ηχητικής εντύπωσης, που προκαλεί η όλη παράσταση, και ανεξάρτητα από τις επί μέρους ομοιότητες και διαφορές των δύο σημάτων, είναι δυνατόν να προκαλέσει για το κοινό, με λήψη υπόψη, ως μέτρου, του άπειρου μέσου ατόμου και όχι του εξειδικευμένου χρήστη, σύγχυση υπό την έννοια θεώρησης, ως πλάνης, του προϊόντος, στο οποίο χρησιμοποιείται, ως προερχόμενου από την επιχείρηση του δικαιούχου του σήματος ή από επιχείρηση διάφορη μεν, σχετιζόμενη όμως οργανικώς, προς την επιχείρηση του δικαιούχου, κατά την παραγωγή ή τη διάθεση του προϊόντος (ΑΠ 1609/2014 ΝοΒ 2015.284 και ΕΕμπΔ 2015.173, ΑΠ 1423/2013 ΝοΒ 2014.342 και ΕΕμπΔ 2014.215, ΑΠ 371/2012 ΝοΒ 2012.1795, ΕΕμπΔ 2012.691 και Αρμ 2013.77, ΑΠ 1227/2008, ΑΠ 660/2008, ΑΠ 1604/2004, ΑΠ 330/2007 ΝοΒ 2007.1463 = ΕΕμπΔ 2007.425, ΑΠ 1131/2005, βλ. επίσης και ΑΠ 366/2014 ΝοΒ 2014.1658 = ΕΕμπΔ 2014.1004, ΑΠ 344/2013 ΝοΒ 2013.1905 = ΕΕμπΔ 2013.973).

Και υπό το δίκαιο του ν. 2239/1994, επίσης, ιδιαίτερη κατηγορία σημάτων αποτελούν τα σήματα φήμης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 4 παρ. ιγ΄ του εν λόγω νόμου. Στα σήματα αυτά ο νομοθέτης παρέχει διευρυμένη νομική προστασία πέραν της διά τα κοινά διακριτικά γνωρίσματα προβλεπόμενης, προς τον σκοπό αφενός της αποτροπής του παρασιτικού ανταγωνισμού από τρίτους, πλην του δικαιούχου, συνισταμένου στην εμπορική αξιοποίηση της φήμης του σήματος προς ίδιο, αθέμιτο όφελος, και αφετέρου του κινδύνου υπονόμευσης της ιδιαίτερης διακριτικής δύναμης αυτών των σημάτων. Η έννοια του σήματος φήμης, μη προσδιοριζόμενη από τον νομοθέτη, δύναται να καθοριστεί με βάση ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια, όπως: α) ο αυξημένος βαθμός καθιέρωσης του σήματος στις συναλλαγές, β) η μοναδικότητα του σήματος, υπό την έννοια ότι αυτό δεν έχει φθαρεί, χρησιμοποιούμενο κατά τρόπο ευρύ από τρίτους σε ανόμοια προϊόντα, γ) η ιδιοτυπία στην εν γένει εμφάνιση και την εκφραστική του δύναμη, δ) η ύπαρξη ιδιαίτερης θετικής εκτίμησης του καταναλωτικού κοινού, αναφορικώς με τα προϊόντα που διακρίνει, ε)το καλυπτόμενο υπό το σήμα μερίδιο αγοράς και η χρονική διάρκεια της χρησιμοποίησης του, στ) το μέγεθος των επενδύσεων που έχει πραγματοποιήσει η επιχείρηση για την προβολή του, ζ) η γεωγραφική έκταση, εντός της οποίας το σήμα χαίρει φήμης. Εάν πρόκειται περί σήματος φήμης, η χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου σήματος είναι απαγορευμένη, αν θα προσπόριζε στον χρήστη αυτού, χωρίς εύλογη αιτία, αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος. Επί ενός τέτοιου σήματος δεν είναι απαραίτητο να δημιουργείται κίνδυνος σύγχυσης. Αρκεί ότι η χρήση του θα βλάψει τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του σήματος φήμης ή θα προσπορίσει, χωρίς εύλογη αιτία, αθέμιτο όφελος στον μεταγενέστερο μη δικαιούχο.

Ειδικότερα, ενόψει της ανωτέρω διευρυμένης προστασίας του σήματος φήμης, η προστασία του έναντι του κινδύνου της υποσκάψεως δεν συναρτάται οπωσδήποτε από την διαπίστωση τέτοιου βαθμού ομοιότητας μεταξύ του φημισμένου σήματος και από το ενδιαφερόμενο κοινό. Αρκεί η ύπαρξη για την προστασία του σήματος φήμης κάποιου βαθμού ομοιότητας μεταξύ των δύο σημάτων, ώστε να είναι δυνατή υπό του καταναλωτικού κοινού συνειρμική διασύνδεση του υπό του μη σηματούχου χρησιμοποιούμενου σημείου και του σήματος φήμης. Αθέμιτο, δε, όφελος προσπορίζεται ο τρίτος, όταν, χρησιμοποιώντας το ξένο σήμα φήμης, μεταφέρει στα προϊόντα που παράγει ή εμπορεύματα ή υπηρεσίες που προσφέρει την καλή εντύπωση που έχουν για το σήμα οι συναλλαγές, δημιουργώντας την εντύπωση ότι ο δικαιούχος του σήματος φήμης βρίσκεται σε οικονομικό και εν γένει οργανωτικό δεσμό με τον τρίτο ή ότι επεξέτεινε τη δραστηριότητα του και στα προϊόντα ή τις υπηρεσίες του τρίτου και εφόσον αυτός (ο τρίτος) καρπώνεται χωρίς αντάλλαγμα την προσπάθεια του σηματούχου να καθιερώσει το σήμα του στην αγορά.

Βλάβη του διακριτικού χαρακτήρα του σήματος φήμης επέρχεται, κυρίως, όταν αυτό χάνει την ελκτική του δύναμη, το δε τελευταίο επέρχεται ακόμη και όταν το διακριτικό γνώρισμα του τρίτου χρησιμοποιείται σε ανόμοια προϊόντα ή υπηρεσίες (ΑΠ 249/2014 ΝοΒ 2014.1439 και ΕΕμπΔ 2014.1008, ΑΠ 1030/2008 ΝοΒ 2008.891 και ΕΕμπΔ 2008.2676, ενώ βλ. και ΑΠ 486/2015 ΕΕμπΔ 2015.713, ΑΠ 1609/2014 ό.π., ΑΠ 371/2012 ό.π.). Περαιτέρω, κατ’ άρθρ. 1 ν. 146/1914 περί αθεμίτου ανταγωνισμού, «απαγορεύεται κατά τας εμπορικάς, βιομηχανικάς ή γεωργικάς συναλλαγάς πάσα προς τον σκοπόν ανταγωνισμού γενομένη πράξη αντικείμενη εις τα χρηστά ήθη. Ο παραβάτης δύναται να εναχθεί προς παράλειψιν και προς ανόρθωσιν της προσγενομένης ζημίας». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρ. 13 παρ. 1 και 4 του ίδιου νόμου «όστις κατά τας συναλλαγάς ποιείται χρήσιν ονόματος τινός, εμπορικής επωνυμίας ή  ιδιαιτέρου διακριτικού γνωρίσματος καταστήματος ή βιομηχανικής επιχείρησης ή εντύπου τινός κατά τρόπον δυνάμενον να προκαλέσει σύγχυσιν με το όνομα, την εμπορικήν επωνυμίαν ή το ιδιαίτερον διακριτικόν γνώρισμα, άτινα έτερος νομίμως μεταχειρίζεται, δύναται να υποχρεωθεί υπό του τελευταίου εις παράλειψιν της χρήσεως.

Ως ιδιαίτερον διακριτικόν γνώρισμα θεωρείται και ο ιδιαίτερος διασχηματισμός ή η ιδιαιτέρα διακόσμησις των εμπορευμάτων, της συσκευής ή του περικαλύμματος αυτών, εφόσον είναι γνωστά εις τους σχετικούς κύκλους των συναλλαγών ως διακριτικά σημεία των ομοίων εμπορευμάτων άλλου τινός». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει 1) ότι για την εφαρμογή του άρθρ. 1 απαιτείται η πράξη αφενός να έγινε προς το σκοπό του ανταγωνισμού και αφετέρου ν’ αντίκειται στα χρηστά ήθη, ως κριτήριο των οποίων χρησιμεύουν οι ιδέες του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, που, κατά τη γενική αντίληψη, σκέπτεται με χρηστότητα και φρόνηση (ΟλΑΠ 2/2008) και 2) ότι για την ύπαρξη αθέμιτου ανταγωνισμού με τη χρήση ξένου διακριτικού γνωρίσματος απαιτείται δυνατότητα να προκληθεί σύγχυση, χωρίς την οποία αθέμιτος ανταγωνισμός δεν υπάρχει (ΑΠ 571/2011 ΝοΒ 2011.2189 και ΕΕμπΔ 2011.715, ΑΠ 1030/2008, ΑΠ 2026/2007, ΑΠ 1388/2004 ΤΝΠ Ισοκράτης, ΑΠ 1123/2002 ΕλλΔνη 2004.96). Πιο συγκεκριμένα, διακριτικό γνώρισμα είναι το μέσο, με το οποίο εξατομικεύεται είτε το πρόσωπο, λ.χ. το όνομα του ή η επωνυμία, είτε η επιχείρηση, λ.χ. ο διακριτικός τίτλος της, είτε το εμπόρευμα ή οι υπηρεσίες της. λ.χ. το σήμα και ο διασχηματισμός (ΑΠ 1423/2013 ό.π. ΑΠ 606/2005 ΤΝΠ Ισοκράτης).

Σε αντίθεση με τη γενική απαγορευτική ρήτρα του άρθρ. 1 ν. 146/ 1914, που απαιτεί ανταγωνιστικό σκοπό, κατά την έννοια της πρόθεσης των άρθρ. 914 και 919 ΑΚ, στην περίπτωση του άρθρ. 13 του ίδιου νόμου αρκεί η χρήση να γίνεται κατά τρόπο, που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση, έστω και αν αυτή δεν γίνεται με ανταγωνιστικό σκοπό. Και εν προκειμένω, κίνδυνος σύγχυσης υπάρχει, όταν, λόγω ομοιότητας δύο διακριτικών γνωρισμάτων, μπορεί να δημιουργηθεί παραπλάνηση στους συναλλακτικούς κύκλους, και συγκεκριμένα σε ένα όχι ασήμαντο μέρος των πελατών, όσον αφορά στην προέλευση των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών από ορισμένη επιχείρηση, είτε στην  ταυτότητα της επιχείρησης είτε στην ύπαρξη σχέσης συνεργασίας μεταξύ των δυο επιχειρήσεων. Ο παραβάτης, δε, των παραπάνω διατάξεων μπορεί, μεταξύ των άλλων, να υποχρεωθεί σε παράλειψη χρήσης του διακριτικού γνωρίσματος, από το οποίο μπορεί να προκληθεί η σύγχυση που προαναφέρθηκε, ή και σε αποζημίωση εκείνου που ζημιώθηκε, αν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει, ότι με τη χρήση μπορούσε να προκληθεί σύγχυση, όπως και σε άρση της προσβολής.

Ακόμη, από τη διάταξη του άρθρ. 1 σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρ. 13 του ν. 146/1914 προκύπτει ότι, για να παρασχεθεί στο δικαιούχο σήματος η προβλεπόμενη από το νόμο για τον αθέμιτο ανταγωνισμό προστασία, απαιτείται, αφενός μεν πράξη που να έγινε με σκοπό ανταγωνισμού, και αφετέρου με τη χρήση του ξένου σήματος να υπάρχει δυνατότητα πρόκλησης σύγχυσης στον κοινό καταναλωτή, σχετικά με την προέλευση όμοιων προϊόντων, χωρίς την οποία (σύγχυση) δεν νοείται, όπως προαναφέρθηκε, αθέμιτος ανταγωνισμός (πρβλ. ΑΠ 1423/2013 ό.π., ΑΠ 344/2013 ό.π., ΑΠ 1477/2011 ΕΕμπΔ 2011.910 και 2012.683). Κίνδυνος σύγχυσης, πάντως, δεν απαιτείται μόνο σε περίπτωση διακριτικού γνωρίσματος με εδραιωμένη φήμη για την ποιότητα των προϊόντων που εμπορεύεται ή των υπηρεσιών που παρέχει η συγκεκριμένη επιχείρηση, οπότε η χρησιμοποίηση αυτού από άλλων, που εμπορεύεται τα ίδια προϊόντα ή τις ίδιες υπηρεσίες, αλλά με κατώτερη ποιότητα, δημιουργεί κίνδυνο υπόσκαψης της φήμης του προϊόντος ή της υπηρεσίας του δικαιούχου, γεγονός που καθιστά προστατευτέο το διακριτικό γνώρισμα φήμης και χωρίς την ανάγκη κινδύνου σύγχυσης (ΑΠ 1223/2014 ΕΕμπΔ 2014.1028).

Εξάλλου, η εμπορική επωνυμία, για την προστασία της οποίας νομική βάση αποτελούν οι διατάξεις των άρθρ. 8 ν. 1089/1980, 13 και 19 ν. 146/1914 καθώς και οι ΑΚ 57, 58, τάσσοντας ως προς τούτο προϋποθέσεις α) τη διακριτική ικανότητα της και επιτέλεση ονοματικής λειτουργίας στις συναλλαγές και β) τη δημιουργία κινδύνου σύγχυσης στις συναλλαγές, συνίσταται στο εμπορικό όνομα του εμπόρου, δηλαδή στο όνομα με το οποίο εμφανίζεται ο έμπορος στις εμπορικές συναλλαγές. Παράνομη, δε, προσβολή της επωνυμίας μπορεί να συντελεστεί και με τη χρησιμοποίηση νεότερου σήματος ή διακριτικού γνωρίσματος εμπορεύματος που φέρει την ίδια ή παρεμφερή επωνυμία, ενώ προσβολή υπάρχει και αν δεν χρησιμοποιείται ολόκληρη η επωνυμία, αλλά ένα χαρακτηριστικό τμήμα της, και τα στοιχεία αυτής προστατεύονται και αυτοτελώς, εφόσον έχουν διακριτική δύναμη και αποτελούν ονοματική λειτουργία (βλ. και ΕφΑθ 6260/2002 ΕλλΔνη 2003.806). Ακόμη, από το άρθρ. 8 της Διεθνούς Σύμβασης των Παρισίων προκύπτει ότι η παρεχόμενη στην αλλοδαπή επωνυμία προστασία είναι η ίδια με την προστασία που παρέχεται σε υπηκόους της χώρας προστασίας. Θεωρήθηκε δε ελληνικό δίκαιο η επωνυμία προστατεύεται με τις διατάξεις που προαναφέρονται, ακόμη και αν προσβαλλόμενος δεν έχει επαγγελματική εγκατάσταση στην Ελλάδα, αρκεί να είναι επαρκώς γνωστό, ότι η αλλοδαπή επωνυμία προστατεύεται στο δίκαιο της υποδοχής, υπό τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες προστατεύονται οι επωνυμίες των ημεδαπών (ΕφΑθ 6193/2006 ΕλλΔνη 2007.1455). Όταν, δε, ημεδαπός απομιμείται γνωστή και στην Ελλάδα αλλοδαπή επωνυμία, μπορεί να αποκτήσει σημασία και η εφαρμογή του άρθρ. 1 του ν. 146/1914 (βλ. Ν. Ρόκα, Βιομηχανική ιδιοκτησία, έκδ. 2, παρ. 30, αριθ. 9 επ.).

Πέραν των ανωτέρω, βασική προϋπόθεση για την άσκηση ηλεκτρονικού εμπορίου αποτελεί η δημιουργία ενός χώρου στο διαδίκτυο (internet), όπου θα καθίσταται δυνατή η πρόσβαση πελατών και η κατάρτιση συναλλαγών. Μέσο (εισιτήριο) για την είσοδο στο διαδίκτυο αποτελεί το «domain name» (όνομα περιοχής), το οποίο κατ’ ουσία επιτελεί ρόλο ηλεκτρονικής διεύθυνσης, επιτρέποντας την επικοινωνία του χρήση του διαδικτύου με τον κάτοχο της ηλεκτρονικής διεύθυνσης. Έτσι, ο χρήστης, συνδεόμενος με ένα συγκεκριμένο όνομα διαδικτύου, έρχεται σε επαφή με τα δημοσιευμένα στην ιστοσελίδα που επιλέγει δεδομένα και κατ’ επέκταση με το πρόσωπο στο οποίο ανήκει η ιστοσελίδα. Το «domain name» αποτελείται από σειρά αλφαριθμητικών χαρακτήρων (τουλάχιστον τριών και όχι περισσότερων των είκοσι τεσσάρων), χωρίς ή με λογικό ειρμό, σε μία ή περισσότερες λέξεις που χωρίζονται από διάφορα σημεία, διαιρείται δε σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος είναι κοινό για όλα τα «domain names» και αποτελείται από τα αρκτικόλεξα «http://www» (Hyper Text Transfer Protocol – World Wide Web) που δηλώνει το πρωτόκολλο επικοινωνίας και ότι η επικοινωνία διεξάγεται στο World Wide Web (παγκόσμιο διαδίκτυο). Το δεύτερο μέρος (second level domain – SLD) ή Μεταβλητό Πεδίο αποτελείται από τα εκάστοτε ονόματα φυσικών και νομικών προσώπων, ολόκληρα ή σε συντομογραφία. Πρόκειται για το κατ’ εξοχή όνομα, την κατ’ εξοχή διαδικτυακή διεύθυνση. Το τρίτο μέρος, το επονομαζόμενο top level domain (TLD), που δηλώνει το είδος της τοποθεσίας (ιστοθέσης) ή τη γεωγραφική προέλευση, όπως «.com» για όσους ασκούν εμπορική δραστηριότητα, «.edu» για εκπαιδευτικούς οργανισμούς, «.org» για οργανισμούς, «.net» για παροχές υπηρεσιών διαδικτύου, «.gov» για κυβερνητικούς οργανισμούς, «.int» για διεθνείς οργανισμούς, «.gr» όταν η χώρα αρχειακής καταχώρισης του «domain name» του χρήστη είναι η Ελλάδα, και, μεταξύ πολλών άλλων, «.info» που είναι διαθέσιμο για καταθέτες ανεξαρτήτως σκοπού και χρήσης (βλ. και Χρ. Ξουραφά, To domain name και οι προϋποθέσεις αναγωγής του σε διακριτικό γνώρισμα, παρ. 3, σ. 89).

Το «domain name» δεν μπορεί, καταρχήν, να ταυτισθεί με την εμπορική επωνυμία, το διακριτικό τίτλο και το εμπορικό σήμα. Πρέπει, ωστόσο, να αποδίδεται σε αυτό λειτουργία, τόσο διακριτικού τίτλου, όσο και σήματος, κατά έμμεσο τρόπο, όταν χρησιμοποιείται ως διακριτικό στοιχείο για το πρόσωπο ή την επιχείρηση στο διαδίκτυο, διότι, όπως και προηγούμενα, έχει πρωταρχικά   εξατομικευτική και αναγνωριστική λειτουργία. Η ευχέρεια ελεύθερης χρήσης οποιασδήποτε ονομασίας, όσο γνωστή και αν είναι, από τον πρώτο τυχόντα θα προκαλούσε τεράστιες ή ανεπανόρθωτες ζημίες στην επιχείρηση που καθιερώθηκε στις συναλλαγές με την επίμαχη ονομασία, Για τη διαφύλαξη, έτσι, των νόμιμων συμφερόντων των παραπάνω επιχειρήσεων, θα πρέπει να αποδοθεί στο «domain name» μια οιονεί λειτουργία διακριτικού τίτλου και σήματος. Τούτο ενισχύεται και από το ότι οι κάτοχοι «domain name» στην πράξη εμφανίζονται στο διαδίκτυο με τα διακριτικά γνωρίσματα που τους κατέστησαν γνωστούς στον υλικό κόσμο, δηλαδή χρησιμοποιούν το όνομα, την επωνυμία ή το σήμα τους. Υπό τις ανωτέρω παραδοχές, η σύγκρουση μεταξύ διακριτικού γνωρίσματος επιχείρησης, επωνυμίας, σήματος κλπ. και «domain name» θα αρθεί, κατ’ αρχάς, με βάση την αρχή της χρονικής προτεραιότητας (βλ. ΑΠ 371/2012 ΝοΒ 2012.1795, ΕΕμπΔ 2012.691 και  Αρμ  2013.77,  ΕφΑΘ  1711/2013  ΕΕμπΔ  2013.724,  ΕφΘες 498/2010, ΕφΠειρ 608/2009 ΕΕμπΔ 2010.1000, ΕφΑΘ 6762/2007, ΕφΑΘ 8247/2005ΤΝΠ Νόμος, Β. Αντωνόπουλο, Βιομηχανική Ιδιοκτησία, σελ. 385, παρ. 395 – 402). Ενόψει των ανωτέρω, το «domain name» θα πρέπει να απολαμβάνει προστασίας αντίστοιχης με εκείνη των διακριτικών γνωρισμάτων, αλλά και ένα διακριτικό γνώρισμα θα πρέπει να προστατεύεται (εφόσον βεβαίως πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις προστασίας του) από τη χρήση ενός ονόματος διαδικτύου, παρά το γεγονός ότι προηγήθηκε χρονικά η καταχώριση αυτού στο διαδίκτυο, λαμβανομένων όμως υπόψη, υπό τα εκάστοτε πραγματικά περιστατικά, των ιδιαιτεροτήτων του διαδικτύου, και συγκεκριμένα της παγκοσμιότητας του διαδικτύου ως μέσου ενημέρωσης, της μοναδικότητας των ηλεκτρονικών διευθύνσεων, της πεπερασμένης δυνατότητας συνδυασμών διευθύνσεων, του ιδιόρρυθμου συστήματος καταχώρισης των ονομασιών κατά το οποίο η εξυπηρέτηση των αιτήσεων γίνεται κατά τη σειρά άφιξης τους χωρίς διενέργεια προληπτικού ελέγχου, αρκεί να μην έχει χορηγηθεί το συγκεκριμένο όνομα σε άλλον [First Come, First Served (βλ. ΕφΠειρ 608/2009 ό.π., ΕφΑθ 6762/2007 ό.π., «όπου παραπομπές στη θεωρία)].

Υπό το πλαίσιο αυτό, η καταχώρηση γνωστού ξένου διακριτικού γνωρίσματος ως «domain name» ενδέχεται να συνιστά αθέμιτο παρεμποδιστικό ανταγωνισμό, κατ’ άρθρ. 1 ν. 146/1914, ενώ δεν αποκλείεται ότι μπορεί να συντρέχουν και οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρ. 13 ν. 146/1914, όταν το διακριτικό γνώρισμα χρησιμοποιείται στο διαδίκτυο (βλ. ΑΠ 371/2012 ό.π., ΕφΑθ 1711/2013 ΤΝΠ Ισοκράτης, ΕφΘεσ 498/2010, ΕφΠειρ 608/2009 ΕΕμπΔ 2010.1000, ΕφΑΘ 6762/2007 ό.π., ΕφΑΘ 8247/2005 ΤΝΠ Νόμος, Β. Αντωνόπουλο, Βιομηχανική Ιδιοκτησία, αριθ. 395 – 402). Έτσι, το ομοειδές του «domain name», που πάντως θα κριθεί με βάση το περιεχόμενο του μεσαίου, δηλαδή του μεταβλητού επιπέδου του (second level domain name) και δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι το χρησιμοποιούμενο ανώτατο επίπεδο (top level domain name ή gTLDN) της εν λόγω διεύθυνσης (π.χ. «.com», «.gr» κλπ.) διαφέρει [βλ. Ελ. Αλεξανδρίδου, Το Δίκαιο του Ηλεκτρονικού Εμπορίου (Ελληνικό και Κοινοτικό), παρ. 10, αριθ. 68, Β. Αντωνόπουλο, ό.π., 397], αλλά, περαιτέρω, και ομοειδές της δραστηριότητας του κατόχου του, με αντίστοιχο προγενέστερο διακριτικό γνώρισμα κλπ., σαφώς συνηγορεί υπέρ της καταφάσεως της προσβολής του προγενέστερου γνωρίσματος.

Ο κίνδυνος σύγχυσης, ωστόσο, πρέπει να νοηθεί ευρέως, ώστε να μην αποκλείεται ακόμα και όταν η μεταγενέστερη επιχείρηση παράγει ή εμπορεύεται ανόμοια προϊόντα ή προσφέρει ανόμοιες υπηρεσίες, αφού και στην περίπτωση αυτή ο καταναλωτής μπορεί να σχηματίσει την εντύπωση ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή ότι ανάμεσα στις δύο επιχειρήσεις υπάρχει σχέση συνεργασίας. Απαιτείται, όμως, στην περίπτωση αυτή, να υπάρχει τουλάχιστον κάποια εγγύτητα ή συγγένεια των οικονομικών κλάδων, στους οποίους ανήκουν οι αντιμαχόμενες επιχειρήσεις, καθώς η έλλειψη κάθε σχέσης των οικονομικών κλάδων δραστηριότητας θα έχει κατά κανόνα αποτέλεσμα τη δυνατότητα παραπλάνησης ενός αμελητέου τμήματος των συναλλακτικών κύκλων, το οποίο δεν θα επαρκούσε για την αποδοχή του κινδύνου σύγχυσης (ΑΠ 371/2012 ό.π,, ΕφΠειρ 608/2009 ό.π., ΕφΑΘ 6762/2007 ό.π., ΕφΑΘ 8247/2005 ό.π.).

Ειδικώς όσον αφορά τα σήματα, επίσης, ο ίδιος ο ν. 2239/1994 ορίζει ότι μία από τις εξουσίες που παρέχει το σήμα είναι η χρήση του σε ηλεκτρονικά μέσα (άρθρ. 18 παρ. 1 ν. 2239/1994) και, επομένως, προσβολή του σήματος μπορεί να γίνει και με τη χρήση ξένου σήματος ως domain name στο διαδίκτυο [βλ. άρθρ. 26 παρ. 1 ε. ν. 2239/1994 (βλ. Ν. Ρόκα, ό.π., παρ. 19, αριθ. 31)]. Τέλος, η αποζημίωση, η περί της οποίας αξίωση θεμελιώνεται όταν προσβάλλονται προγενέστερα δικαιώματα στο σήμα ή την επωνυμία (ή το όνομα) ή διακριτικά γνωρίσματα, καταβάλλεται μεν σε χρήμα, είναι όμως δυνατό, σύμφωνα με την ΑΚ 297 εδ. β’, αντί χρηματικής αποζημίωσης να διατάξει το δικαστήριο την αποκατάσταση της προτέρας κατάστασης. Η εξαίρεση που αναγνωρίζει η αμέσως προαναφερόμενη διάταξη αποσκοπεί στην αποκατάσταση κατάστασης, στην οποία θα εξελίσσονταν τα πράγματα  χωρίς το  ζημιογόνο γεγονός. Στην περίπτωση των ονομασιών πεδίου (domain names) αυτό σημαίνει ότι, εφόσον ο δικαιούχος σήματος ή επωνυμίας (ή ονόματος) ή διακριτικού γνωρίσματος δεν δύναται να προβεί στην καταχώριση του σήματος ή επωνυμίας (ή ονόματος) και χρησιμοποίηση διακριτικού γνωρίσματος λόγω προγενέστερης καταχώρισης αυτού από τρίτο, που δεν θεμελίωνε δικαίωμα, η αποκατάσταση της προγενέστερης κατάστασης περιλαμβάνει και τη μεταβίβαση της ονομασίας πεδίου (domain name) – που, άλλωστε, ως περιουσιακό στοιχείο είναι κατασχετή και, επομένως, μπορεί να αποτελέσει και αντικείμενο μεταβίβασης – από τον προσβολέα στον δικαιούχο (βλ. Β. Τουντόπουλο – Β. Χατζόπουλο, Οι ηλεκτρονικές διευθύνσεις στο διαδίκτυο – Το πρόβλημα των Domain Names, κεφ. Β’, σ. 142, Β. Αντωνόπουλο, ό.π., αριθ. 398).

Η αξίωση, δε, αυτή, συνιστώντας αξίωση της ανωτέρω μορφής αποζημίωσης, προϋποθέτει υπαιτιότητα, η οποία, καθ’ ο μέρος η εν λόγω αξίωση στηρίζεται στο σήμα αφορά και τον προκαλούμενο κίνδυνο σύγχυσης, ενώ ειδικώς στον αθέμιτο ανταγωνισμό, συνίσταται στη γνώση όλων των πραγματικών περιστατικών που προσδίδουν στην πράξη αθέμιτο χαρακτήρα, ήτοι ότι η επίμαχη ενέργεια συνιστά πράξη αθέμιτου ανταγωνισμού (βλ. Β. Αντωνόπουλο, ό.π., αριθ. 777, και Μ.-Θ. Δ. Μαρίνο, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, έκδ. 3η, παρ. 16.24).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, σε συνάρτηση με όσα κατά περίπτωση στις προηγηθείσες νομικές σκέψεις αναπτύσσονται, λεκτέα ως προς το ορισμένο και τη νομική βασιμότητα της υπό κρίση αγωγής τα εξής: Η αγωγή, έχοντας το παραπάνω περιεχόμενο, καθ’ ο μέρος αυτή ήχθη σε δεύτερο βαθμό και, συνεπώς, ερευνάται μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη. Στηρίζεται, δε, ως προς τα κύρια αιτήματα της -εφαρμοζομένου (τούτο άλλωστε δεν αμφισβητείται) του ελληνικού δικαίου, στο οποίο περιλαμβάνονται τόσο ο προαναφερόμενος Κανονισμός που αφορά στο κοινοτικό σήμα και οι λοιπές διατάξεις που αποτελούν μέρος της ελληνικής έννομης τάξης – στις διατάξεις που και στις προηγηθείσες νομικές σκέψεις παρατίθενται, ενώ παρατηρητέα, κατά περίπτωση, είναι και τα ακόλουθα: Σε σχέση με το κοινοτικό σήμα της η ενάγουσα ιστορεί όλα όσα απαιτούνται για την προστασία του, και δη, μεταξύ των άλλων, ότι αυτό έχει γεννηθεί νομίμως με την καταχώρησή του, ότι είχε ήδη, πριν τις επίμαχες ενέργειες των εναγομένων, καταστεί και εξακολούθησε και μετέπειτα, έως την άσκηση της αγωγής, να είναι σήμα φήμης, απολαμβάνοντας παγκόσμιας αναγνώρισης, και πάντως αναγνώρισης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ελλάδα, καθώς και τις περιστάσεις προσβολής του εκ μέρους των εναγομένων, με την παράνομη χρησιμοποίηση από αυτούς, χωρίς τη δική της συγκατάθεση ή άδεια, ως ονόματος χώρου (domain name) στο διαδίκτυο της ηλεκτρονικής διεύθυνσης «….. .info», ήτοι με χρήση της, κυρίαρχης στο κοινοτικό αυτό σήμα της, λεκτικής ένδειξης «…….». Η χρήση, δε, αυτή του domain name, όπως στις προηγηθείσες νομικές σκέψεις αναφέρεται σχετικώς, μπορεί να συνιστά προσβολή του εν λόγω σήματος, καθώς, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, το επίμαχο domain name που χρησιμοποιούν οι εναγόμενοι, ταυτίζεται και σε κάθε περίπτωση ομοιάζει με το κοινοτικό σήμα της ενάγουσας, ενώ το ίδιο ισχύει και για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που παρέχουν οι εναγόμενοι σε σχέση με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωρηθεί, η χρήση αυτή γίνεται χωρίς εύλογη αιτία και προσπορίζει αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα και τη φήμη του εν λόγω κοινοτικού σήματος και θα έβλαπτε τον διακριτικό αυτό χαρακτήρα και τη φήμη του, και, παραλλήλως, με βάση τα ειδικότερα προς τούτο κριτήρια που απαιτούνται κατά νόμο, μεταξύ αυτών (των κριτηρίων) και τη συνολική εντύπωση που δημιουργείται, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης από μέρους του καταναλωτικού κοινού, περιλαμβανομένου στον κίνδυνο αυτόν και του κινδύνου συσχέτισης μεταξύ αφενός του χρησιμοποιούμενου σημείου, το οποίο, κατόπιν των ανωτέρω, συνιστά παραποίηση, άλλως απομίμηση του κοινοτικού σήματος της ενάγουσας, και  αφετέρου του συγκεκριμένου σήματος.

Αναφορικά, περαιτέρω, με την αιτούμενη προστασία του εν λόγω σήματος και των διακριτικών γνωρισμάτων με βάση τις διατάξεις περί αθεμίτου ανταγωνισμού, η ενάγουσα επικαλείται προς τούτο ότι αφενός οι εναγόμενοι ενήργησαν με σκοπό ανταγωνισμού και αντίθετα προς τα χρηστά ήθη και αφετέρου ότι με τη χρήση, εκ μέρους των τελευταίων, του επίμαχου ονόματος πεδίου (domain name) και διακριτικού σημείου μπορούσε, σε σχέση με τα διακριτικά γνωρίσματα της ενάγουσας -που πάντως έχαιραν φήμης για την ποιότητα των υπηρεσιών που εκείνη (ενάγουσα) παρέχει, με αποτέλεσμα αυτά να είναι προστατευτέα και χωρίς την ανάγκη κινδύνου σύγχυσης – να προκαλείται, παραλλήλως, και τέτοιος κίνδυνος. Ειδικώς όσον αφορά την επωνυμία της ενάγουσας, επίσης, αυτή, σύμφωνα με όσα σχετικώς αναπτύσσονται στις άνω νομικές σκέψεις, μολονότι ανήκει σε αλλοδαπή επιχείρηση, που δεν έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα, προστατεύεται και κατά το ελληνικό δίκαιο, με βάση τις διατάξεις που ανωτέρω προς τούτο παρατίθενται. Συνιστά, δε, προσβολή της επωνυμίας αυτής και η επικαλούμενη από την ενάγουσα χρησιμοποίηση εκ μέρους των εναγομένων, με τον τρόπο που στην αγωγή ειδικότερα ιστορείται και με κίνδυνο σύγχυσης στις συναλλαγές, χαρακτηριστικού τμήματος της, και δη της λεκτικής ένδειξης «……..».

Ακόμη, νομίμως η ενάγουσα αιτείται την προστασία, με βάση τις διατάξεις για τον αθέμιτο ανταγωνισμό και του άνω, αναφερόμενου στην αγωγή, ονόματος πεδίου (domain names) της, που χρησιμοποιεί για τις συναλλαγές της μέσω του διαδικτύου (internet), ήδη πριν τη χρήση εκ μέρους των εναγομένων του επίμαχου ονόματος πεδίου (domain name) και διακριτικού σημείου τους, το οποίο φέρεται ότι περιλαμβάνει στο δεύτερο μεταβλητό πεδίο του (second level domain) την αυτή λεκτική ένδειξη («………»), που συνιστά το ίδιο (δεύτερο) μεταβλητό πεδίο του ονόματος πεδίου (domain name) της ενάγουσας. Και αυτό, διότι, σύμφωνα με τις οικείες ως άνω νομικές σκέψεις, και το όνομα πεδίου (domain name) είναι προστατευτέο ως διακριτικό γνώρισμα της επιχείρησης και των προϊόντων και υπηρεσιών της, ενώ, με βάση την αρχή της χρονικής προτεραιότητας, περί της οποίας εκεί γίνεται λόγος, και τις λοιπές πραγματικές περιστάσεις που ιστορούνται στην αγωγή, υπέρ του εν λόγω διακριτικού γνωρίσματος της ενάγουσας, ήτοι του ονόματος πεδίου (domain name) της, αίρεται η σύγκρουση του με το όνομα πεδίου (domain name) που χρησιμοποιούν οι εναγόμενοι. Η κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, δε, χρήση του φερομένου ως γνωστού διακριτικού γνωρίσματος της ενάγουσας ως domain name των εναγομένων συνιστά αθέμιτο παρεμποδιστικό ανταγωνισμό, κατ’ άρθρ. 1 του ν. 146/1914, ενώ εφαρμοστέο είναι και το άρθρ. 13 του ιδίου νόμου, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του οποίου επίσης ιστορούνται στο αγωγικό δικόγραφο, ενώ στο πλαίσιο αυτό γίνεται επίκληση του ομοειδούς του μεσαίου, δηλαδή του μεταβλητού, επιπέδου (second level domain name) των συγκρινόμενων ονομάτων χώρου (domain names) καθώς και του ομοειδούς, σε κάθε περίπτωση της εγγύτητας και συγγένειας, των οικονομικών κλάδων στους οποίους δραστηριοποιούνται οι διάδικοι.

Με βάση όλα τα παραπάνω νομίμως η ενάγουσα αιτείται την επικαλούμενη με την αγωγή προστασία, και δη τόσο με τις διατάξεις περί κοινοτικών σημάτων, σε συνδυασμό με εκείνες του ν. 2239/1994, εφαρμοζομένου όπως ίσχυε πριν την κατάργηση του με το ν. 4072/2012, δεδομένου ότι στο χρόνο ισχύος του εν λόγω νόμου (2239/1994) ανάγονται τα πραγματικά περιστατικά της ιστορούμενης προσβολής [βλ. άρθρ. 2 ΑΚ και 24 ΕισΝΑΚ (βλ. και ΑΠ 223/2002 ΤΝΠ Ισοκράτης, ΑΠ 1/2001 ΕλλΔνη 42.680) και ασκήθηκε η υπό κρίση αγωγή, όσο και με τις διατάξεις περί αθέμιτου ανταγωνισμού. Όσα, δε, περί αοριστίας της αγωγής υποστηρίζουν οι εναγόμενοι, ισχυριζόμενοι, ειδικώς με τον τέταρτο λόγο της έφεσης τους, ότι, ενώ αξιώνεται η άρση της προσβολής του σήματος της ήδη ενάγουσας και η παράλειψη της στο μέλλον, στην αγωγή δεν γίνεται αναφορά είτε στο συγκεκριμένο περιεχόμενο του ιστοτόπου τους, με το οποίο φέρεται ότι προσβάλλεται το σήμα της αντιδίκου τους, είτε σε άλλες πράξεις προσβολής του εν λόγω σήματος, κρίνονται αβάσιμα και πρέπει ν’ απορριφθούν.

Στο πλαίσιο αυτό, παρατηρητέα ειδικότερα και τα εξής: Η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη και κατά το μέρος της με το οποίο ζητείται η προστασία του κοινοτικού σήματος και διακριτικών γνωρισμάτων της ενάγουσας και ως σήματος και διακριτικών γνωρισμάτων φήμης. Και τούτο, διότι στο δικόγραφο της εκτίθενται σαφώς όλες οι προϋποθέσεις που, κατά τις προηγηθείσες νομικές σκέψεις, απαιτούνται για τη διευρυμένη προστασία του σήματος και διακριτικών γνωρισμάτων φήμης. Ειδικότερα, συνδυαστικά με όσα ιστορούνται στην αγωγή: Αναφέρεται ότι το κοινοτικό σήμα και διακριτικά γνωρίσματα της ενάγουσας παρουσίαζαν κατά το έτος 2004 και εξακολούθησαν να εμφανίζουν και μετέπειτα αυξημένο βαθμό καθιέρωσης στις συναλλαγές, καθώς και μοναδικότητα, ιδιοτυπία και διακριτική δύναμη, ότι απολάμβαναν και απολαμβάνουν της ιδιαίτερης θετικής εκτίμησης του καταναλωτικού κοινού σε σχέση με τις υπηρεσίες που διακρίνουν. Επίσης γίνεται λόγος για τον όγκο των συναλλαγών που διενεργούνται με τις ηλεκτρονικές πλατφόρμες της ενάγουσας και διακρίνονται από αυτό το σήμα και διακριτικά γνωρίσματα, με μοναδικό ή κυρίαρχο στοιχείο τη λεκτική ένδειξη «……..», και, υπό την έννοια αυτή, για το μερίδιο αγοράς που καταλαμβάνουν αυτά, καθ’ όλη τη διάρκεια του διαστήματος από το έτος 2004 έως το χρόνο σύνταξης της αγωγής, με αναφορά, πιο συγκεκριμένα, στον αριθμό, κατά το τελευταίο αυτό χρονικό σημείο, των εγγεγραμμένων ενεργών επιχειρήσεων – πελατών της ενάγουσας από όλες τις χώρες του κόσμου, στον κατ’ έτος αριθμό των εγγεγραμμένων χρηστών στην Ελλάδα και τα λοιπά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη μία, ενδεικτικώς, από τις διαδικτυακές πύλες της, που είναι και η κυρίαρχη και λειτουργεί από την ηλεκτρονική διεύθυνση «……..com», και, επιπλέον, στις καταγεγραμμένες συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν μέσω της διαδικτυακής αυτής πύλης κατά το διάστημα από 15.9.2010 έως και 7.8.2011, και, επίσης ενδεικτικά, στις επισκέψεις που η εν λόγω πύλη δέχθηκε από εγγεγραμμένους χρήστες, στην Ελλάδα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εντός του μηνός Νοεμβρίου του έτους 2010.

Ακόμη, αναφέρονται: Ότι η χρονική διάρκεια της χρησιμοποίησης του επίμαχου σήματος και διακριτικών γνωρισμάτων της ενάγουσας στις συναλλαγές είναι μακρά, αρχίζοντας ήδη από το μήνα Δεκέμβριο του έτους 1998, οπότε και η ενάγουσα ιδρύθηκε, ότι το μέγεθος της διαφημιστικής δαπάνης για την προβολή και προώθηση τους είναι σημαντικό, με αναφορά, προς τούτο, της εν λόγω δαπάνης για την προβολή και προώθηση τους σε παγκόσμιο επίπεδο ειδικώς κατά τα έτη 2008 και 2009 καθώς και τα ποσά που δαπάνησε η ενάγουσα για τον ίδιο λόγο στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά τα έτη 2007 έως και 2010, και, τέλος, ότι ιδιαιτέρως εκτεταμένη, με βάση και όσα ήδη προαναφέρονται, είναι και η γεωγραφική έκταση, εντός της οποίας το εν λόγω σήμα και διακριτικά γνωρίσματα της τελευταίας (ενάγουσας) έχαιραν και χαίρουν φήμης. Ομοίως, κατά το συγκεκριμένο μέρος της, έκρινε την αγωγή και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του.

Με την κρίση του, δε, αυτή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζουν οι εναγόμενοι, ισχυριζόμενοι, όπως και πρωτοδίκως, με τον δεύτερο λόγο της έφεσης τους και εκείνα που κατά τα λοιπά εκθέτουν σχετικώς σ’ αυτήν, ότι η αγωγή, (και) κατά το μέρος της αυτό, είναι αόριστη, διότι δεν εκτίθενται ούτε εξειδικεύονται σ’ αυτήν τα παραπάνω στοιχεία, μεταξύ αυτών το καλυπτόμενο μερίδιο αγοράς, η ένταση, η γεωγραφική έκταση και η διάρκεια της χρησιμοποίησης τους, το μέγεθος των επενδύσεων που φέρεται ότι η ενάγουσα πραγματοποίησε για την προβολή των σημάτων και Θεωρήθηκε διακριτικών γνωρισμάτων της, και λείπει κάθε αναφορά σε συγκεκριμένες εμπορικές δραστηριότητες, προωθητικές και διαφημιστικές ενέργειες της τελευταίας.

Εξάλλου, νομίμως η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της μεταβιβάσουν την ονομασία χώρου (domain name) «….. .info», την οποία κατά τα ανωτέρω χρησιμοποιούν, καθώς, όπως στις οικείες πιο πάνω νομικές σκέψεις διαλαμβάνεται και δεδομένου ότι στην αγωγή γίνεται επίκληση ότι λόγω της καταχώρησης αυτού του ονόματος πεδίου (domain name) η ενάγουσα εμποδίζεται να προβεί στην καταχώριση και χρησιμοποίηση δικού της ονόματος χώρου (domain name) για λογαριασμό της επιχείρησης της, συνιστά αίτημα in natura αποκατάστασης της ζημίας της ενάγουσας, το αίτημα αυτό συνιστά τοιούτο (αίτημα) in natura αποκατάστασης, με την έννοια της αποκατάστασης της πρότερης κατάστασης, στην οποία θα εξελίσσονταν τα πράγματα χωρίς τη φερόμενη ως ζημιογόνα συμπεριφορά των εναγομένων και η οποία (πρότερη κατάσταση) περιλαμβάνει και τη μεταβίβαση της επίμαχης ονομασίας πεδίου (domain name), που, ως περιουσιακό στοιχείο, δύναται να αποτελέσει αντικείμενο μεταβίβασης. Παραλλήλως, με όσα διαλαμβάνονται στην αγωγή και επειδή η συγκεκριμένη αξίωση συνιστά αξίωση της ανωτέρω μορφής αποζημίωσης, γίνεται επίκληση, όπως κατά τις άνω νομικές σκέψεις απαιτείται, της υπαίτιας προσβολής εκ μέρους των εναγομένων του κοινοτικού σήματος και των διακριτικών γνωρισμάτων της ενάγουσας, καθώς οι εναγόμενοι, η πρώτη ενεργώντας μέσω του δευτέρου, φέρεται ότι γνώριζαν όλα τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούσαν την παράνομη προσβολή του σήματος, περιλαμβανομένων σ’ αυτά και του κινδύνου σύγχυσης, και τον αθέμιτο χαρακτήρα της πράξης τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ομοίως ως νόμιμη την αγωγή και ως προς το αίτημα της αυτό, εφαρμόζοντας, ωστόσο, αναλογικά, εκτός των άλλων, το άρθρ. 14 παρ. 1 περ. γ΄ του Κανονισμού Διαχείρισης και Εκχώρησης Ονομάτων Χώρου (Domain Names) με κατάληξη «.gr» (αρ. ΑΠ ΕΕΤΤ 592/012/3-2-2011, ΦΕΚ 592/Β/14-4-2011). Με την κρίση του αυτή, αν και με αιτιολογία που χρήζει, ως προς το ζήτημα αυτό, αντικατάστασης από την άνω παρατιθέμενη (άρθρ. 534 ΚΠολΔ), ορθώς κατ’ αποτέλεσμα αποφάνθηκε και δεν έσφαλε και όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζουν σχετικώς με τον πέμπτο λόγο της έφεσης τους οι εναγόμενοι, κρίνονται αβάσιμα και πρέπει ν’ απορριφθούν.

IV. Οι ένορκες βεβαιώσεις είναι μαρτυρίες τρίτων προσώπων, διαφόρων των διαδίκων, που δίδονται εκτός ακροατηρίου. Επομένως, πρόσωπα τα οποία επιτρεπτώς καταθέτουν ενώπιον συμβολαιογράφου, ειρηνοδίκη ή προξένου είναι αυτά που μπορούν να καταθέσουν ως μάρτυρες ενώπιον του δικαστηρίου. Έτσι, όταν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, ένορκη βεβαίωση, που αποτελεί ανυπόστατο και άρα ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο, είναι εκείνη των νομίμων εκπροσώπων του ή των μελών της διοίκησης του, ήτοι προσώπων που εξομοιώνονται με το νομικό πρόσωπο (βλ. ΑΠ 1312/2002 ΝοΒ 2003.1031, Γ. Νικολόπουλο, Δίκαιο Αποδείξεως, έκδ.  2η, παρ. 21, σ. 378). Εξάλλου, η νόμιμη κλήτευση του αντιδίκου, που απαιτείται επίσης για το υποστατό της ένορκης βεβαίωσης και για να ληφθεί αυτή υπόψη, αποδεικνύεται μόνο με την έκθεση επίδοσης και δεν αρκεί η βεβαίωση περί τούτου του συμβολαιογράφου, του ειρηνοδίκη ή του προξένου, ενώπιον του οποίου έγινε η εξέταση, διότι οι τελευταίοι δεν είναι αρμόδιοι να ελέγξουν τούτο (βλ. ΑΠ 912/2010 ΝοΒ 2010.2491, ΑΠ 1874/2008 ΝοΒ 2009.892, ΑΠ 31/2008 ΤΝΠ Ισοκράτης, ΑΠ 436/2007 ΕΠολΔ 2008.90, ΑΠ 853/2006 ΤΝΠ Ισοκράτης).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ενάγουσα μετ’ επικλήσεως προσκόμισε πρωτοδίκως και προσκομίζει ήδη, ως εφεσίβλητη, και κατά την κατ’ έφεση αυτή δίκη, μεταξύ των άλλων, την υπ’ αριθμ. 184/18-11-2013 ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον του ασκούντος χρέη συμβολαιογράφου Γενικού Προξένου της Ελλάδος στο Χονγκ Κονγκ (Hong Kong), η οποία λήφθηκε χωρίς την παρουσία των εναγομένων ή πληρεξουσίου δικηγόρου τους, μετά όμως από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση τους οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη βεβαίωση αυτή [άρθρ. 270 παρ. 2 εδ. γ΄ ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό ίσχυε πριν την κατάργηση του με τη διάταξη του δευτέρου άρθρου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (βλ. τις μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενες από την ενάγουσα υπ’ αριθμ. …….. και ……… εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών …)].

Η ένορκη αυτή βεβαίωση αποτελεί υποστατό αποδεικτικό μέσο και επιτρεπτώς (μετ’ επικλήσεως) προσκομίζεται και λαμβάνεται υπόψη κατά την προκείμενη δίκη, και δη τόσο την πρωτοβάθμια όσο και την δευτεροβάθμια, διότι, εκτός των άλλων και σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες-εναγόμενοι: (i) O πιο πάνω ενόρκως βεβαιώσας είχε, κατά το χρόνο που η ένορκη αυτή βεβαίωση λήφθηκε, την ιδιότητα του γραμματέα και γενικού νομικού συμβούλου της ενάγουσας – νομικού προσώπου, και δεν ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της ή μέλος της διοίκησης της. Τέτοια ιδιότητα του (δηλαδή, νομίμου εκπροσώπου ή μέλους της διοίκησης της ενάγουσας) δεν αποδεικνύεται από το σύνολο των λοιπών αποδεικτικών μέσων, που κατωτέρω αναφέρονται, ενώ στοιχείο περί της ιδιότητας του ειδικώς ως νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας – εφεσίβλητης δεν αποτελεί, παρά τα όσα περί του αντιθέτου οι εκκαλούντες – εναγόμενοι διατείνονται, η αναφορά του άνω εξετασθέντος στην εν λόγω ένορκη βεβαίωση ότι «είμαι δεόντως εξουσιοδοτημένος να παράσχω την παρούσα βεβαίωση εκ μέρους της …………», ούτε, περαιτέρω, η περιλαμβανόμενη σε άλλο σημείο της ίδιας ένορκης βεβαίωσης, όπως υποστηρίζουν οι εκκαλούντες – εναγόμενοι, ότι δεν καταθέτει μόνο όσα γνώριζε αλλά και όσα «απορρέουν από τα αρχεία της ………..», καθώς ειδικώς η τελευταία αυτή δήλωση του αφορά απλώς και μόνο μια επιπλέον πηγή της γνώσης του περί όσων βεβαίωσε. Συνεπώς, ο άνω ενόρκως βεβαιώσας – εξετασθείς αποτελούσε, σύμφωνα και με τις οικείες πιο πάνω νομικές σκέψεις, τρίτο, σε σχέση με την ενάγουσα, πρόσωπο και όχι πρόσωπο που εξομοιώνεται με αυτήν. (ii) Η μη αναφορά στην άνω ένορκη βεβαίωση ότι προηγήθηκε νόμιμη κλήτευση των εκκαλούντων – εναγομένων, προκειμένου να παραστούν κατά τη σύνταξη της ούτε απαιτείται, ούτε άλλωστε και θα αρκούσε, σύμφωνα με όσα επίσης στις άνω νομικές σκέψεις επισημαίνονται, για την απόδειξη της κλήτευσης αυτής, καθώς η νόμιμη αυτή κλήτευση απαιτείται ν’ αποδεικνύεται, και εν προκειμένω αποδεικνύεται, σύμφωνα με όσα πιο πάνω αναφέρονται, από τις μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενες προς τούτο εκθέσεις επιδόσεως. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω ορθώς, και όχι εσφαλμένως, όπως αβασίμως παραπονούνται με την έφεση τους οι εναγόμενοι, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του θεώρησε ως επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο και έλαβε υπόψη του, συνεκτιμώντας την με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, προκειμένου να καταλήξει στην άνω περί αποδείξεων κρίση του, την προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα με την έφεση των εναγομένων κρίνονται απορριπτέα.

 

V. Από το έτος 1999 και μετέπειτα, υπηρεσία υπεύθυνη σε παγκόσμια κλίμακα για τη διαχείριση των ηλεκτρονικών διευθύνσεων, και δη των ονομασιών πεδίου με παγκόσμια εμβέλεια, των λεγόμενων generic top level domain names (gTLDNs), είναι η Εταιρία Διαδικτύου για τα Εκχωρημένα Ονόματα και Αριθμούς [Internet Corporation For the Assigned Names and Numbers (ICANN)], με έδρα την Καλιφόρνια των Η.Π.Α.. Η ICANN είναι μια οργάνωση μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, η οποία ασκεί γενική εποπτεία στο σύστημα καταχώρησης ηλεκτρονικών διευθύνσεων και η οποία έχει αναθέσει την τρέχουσα διαχείριση στα κατά τόπους Διαδικτυακά Κέντρα Πληροφόρησης (Networks Information Centers). Έχει, δε, θεσπίσει η εταιρία αυτή (ICANN), στις 24-10-1999, μια ενιαία πολιτική για την επίλυση των διαφορών, που ανακύπτουν από την καταχώριση των διεθνών ηλεκτρονικών διευθύνσεων, και οι σχετικοί κανόνες περιέχονται σε δύο συμπληρωματικά έγγραφα της ICANN, από τα οποία το ένα θέτει σε γενικές γραμμές την ακολουθούμενη πολιτική επίλυσης των διαφορών (Uniform Domain Name Resolution Policy = Ενιαία Πολιτική Επίλυσης των Διαφορών σχετικά με τις Ονομασίες Πεδίου), ενώ το άλλο θεσπίζει συγκεκριμένους διαδικαστικούς κανόνες (Rules for Uniform Domain Name Dispute Resolution Policy = Κανόνες για την Ενιαία Πολιτική Επίλυσης των Διαφορών σχετικά με τις Ονομασίες Πεδίου).

Από τα δύο αυτά κείμενα το πρώτο έχει ως αποδέκτες τους φορείς καταχώρησης και το δεύτερο τους θεσπιζόμενους φορείς επίλυσης των διαφορών, ενώ με αμφότερα τα κείμενα αυτά θεσμοθετείται μια διαδικασία επίλυσης των διαφορών που ανακύπτουν από την καταχώριση των ονομασιών πεδίου και παράλληλα εξειδικεύονται τα συναλλακτικά ήθη σχετικά με την παράνομη ή καταχρηστική χρησιμοποίηση μιας ονομασίας πεδίου (βλ. Β. Τουντόπουλο – Β. Χατζόπουλο, Οι Ηλεκτρονικές Διευθύνσεις στο Διαδίκτυο – Το πρόβλημα των Domain Names, κεφ. Α’, σ. 45, αλλά και Ελ. Αλεξανδρίδου, Το Δίκαιο του Ηλεκτρονικού Εμπορίου-Ελληνικό και Κοινοτικό, παρ. 10, αριθ. 8 επ.). Την εξώδικη επίλυση των σχετικών διαφορών, επίσης, η ICANN έχει αναθέσει, σύμφωνα με την UDRP, σε τέσσερις (4) παγκόσμιους οργανισμούς, μεταξύ αυτών και στο Ασιατικό Κέντρο Επίλυσης Διαφορών Ονομάτων Χώρου (Asian Domain Name Dispute Resolution), με έδρα το Χονγκ Κονγκ.

Οι κανόνες επίλυσης των διαφορών, στο μέτρο που η εφαρμογή τους δεν έχει συμφωνηθεί συμβατικά ανάμεσα στον εκάστοτε κάτοχο ονόματος και στον φορέα καταχώρισης, δεν είναι νομικά δεσμευτικοί, και τούτο επειδή η ICANN, η οποία έχει συσταθεί με τη μορφή εταιρίας του δικαίου των Η.Π.Α., αναμφισβήτητα στερείται κάθε κανονιστικής αρμοδιότητας και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να επιβάλει κανονιστικές πράξεις με διασυνοριακή (extra – territorial) ισχύ. Οι κανόνες αυτοί, ωστόσο, χωρίς να αντικαθιστούν ή να υπερσκελίζουν τον ρόλο των δικαστηρίων, θεσπίζουν εν τοις πράγμασι έναν «πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας» σε εξωδικαστικό επίπεδο, ο οποίος καθίσταται de facto υποχρεωτικός και για τα δύο μέρη.

Ο μεν αιτών έχει κάθε λόγο να τον προτιμήσει, λόγω της ταχύτητας του και της αποφυγής προβλημάτων σχετικά με την κατά τόπο αρμοδιότητα, ενώ, αντίστοιχα, ο καθ’ ου υποχρεώνεται να συμμετάσχει σε αυτόν τον τρόπο επίλυσης των διαφορών, καθώς μια σε βάρος του, έστω και ερήμην, απόφαση της επιτροπής αποτελεί λόγο διαγραφής, μεταφοράς ή τροποποίησης της ονομασίας του από τον φορέα καταχώρησης. Πάντως, οι εμπλεκόμενοι, σε κάθε περίπτωση, έχουν τη δυνατότητα, είτε πριν την έναρξη της διαδικασίας αυτής είτε μετά το πέρας αυτής, να προσφύγουν στα αρμόδια δικαστήρια προς επίλυση της διαφοράς τους, τα οποία θα συνεκτιμήσουν, πιθανότατα, την απόφαση της επιτροπής.

Σε σχέση δε με το είδος της διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται για την ανωτέρω εξωδικαστική επίλυση των διαφορών, λεκτέα τα εξής: Πρόκειται σαφώς για εναλλακτική επίλυση διαφοράς, που σίγουρα δεν εντάσσεται στο πεδίο της συμφιλίωσης, καθώς το. σώμα που συστήνεται δεν επιχειρεί προσέγγιση της αντιδικίας. Εξάλλου, η ίδια διαδικασία δεν συνιστά ούτε διαμεσολάβηση, καθώς ο ρόλος του σώματος δεν περιορίζεται σε υπόδειξη της προσφορότερης εξωδικαστικής οδού, αλλά προχωρά σε άμεση επίλυση της διαφοράς. Τέλος, και ο χαρακτηρισμός της διαδικασίας ως διαιτητικής, είναι και αυτός ανεπιτυχής και μη ανταποκρινόμενος στην πραγματικότητα, καθώς λείπουν θεμελιώδη στοιχεία μιας έγκυρης διαιτητικής διαδικασίας, όπως π.χ. η ελεύθερη συνομολόγηση της σχετικής συμφωνίας μεταξύ των αντιδίκων και ο συγκαθορισμός των διαιτητών ή του διαιτητικού οργάνου, ενώ και η απόφαση της επιτροπής, σε αντίθεση με τις συνήθεις διαδικασίες επίλυσης των διαφορών μέσω διαιτησίας, δεν είναι δεσμευτική για τα μέρη (βλ. Β. Τουντόπουλο – Β. Χατζόπουλο, ό.π., σ. 47 – 48, Απ. Άνθιμο, Εξωδικαστική Επίλυση Διαφορών επί Ονομάτων Διαδικτύου, Αρμ 2001.Ib84 επ.Λ ιδίως 588).

Εξάλλου, κατά το άρθρ. 19 του ν. 146/1914 «περί αθεμίτου ανταγωνισμού», όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρ. 29 του ν. 3784/2009 (ΦΕΚ Α 137/7-8-2009), τεθείσα σε ισχύ από 7.9.2009, σύμφωνα με το άρθρ. 39 του εν λόγω νόμου, οι αξιώσεις που πηγάζουν από τις διατάξεις αυτού του νόμου επί παραλείψει (ή επί αποζημιώσει) παραγράφονται μετά από δεκαοκτώ (18) μήνες από του χρονικού σημείου κατά το οποίο ο έχων την αξίωση έλαβε γνώση της πράξης και του υπεύθυνου προσώπου, πάντως δε μετά πενταετία από τότε που έγινε η πράξη, κατά δε το άρθρ. 19 του ν. 146/1914, όπως αυτό ίσχυε πριν την ως άνω τροποποίηση του, οι εν λόγω αξιώσεις παραγράφονταν μετά έξι (6) μήνες από τότε που ο έχων την αξίωση έλαβε την ανωτέρω γνώση, πάντως δε μετά τριετία. Επί πράξεων αθεμίτου ανταγωνισμού, οι οποίες δημιουργούν κατάσταση διαρκούς προσβολής, η παραγραφή της αξίωσης για παράλειψη αρχίζει από το χρονικό σημείο κατά το οποίο ο έχων την αξίωση έλαβε γνώση της αθέμιτης πράξης (ΑΠ 1497/2008 ΝοΒ 2009.429 και ΕΕμπΔ 2009.425, ΑΠ 1285/2005 ΤΝΠ Ισοκράτης, ΕφΠειρ 608/2009 ΕΕμπΔ 2010.1000, ΕφΑΘ 5244/2006 ΕλλΔνη 2007.531, βλ. πάντως και Μ.-Θ. Δ. Μαρίνο, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, ό.π. παρ. 16.43, ο οποίος θεωρεί ορθότερη τη θέση ότι στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή αυτή αρχίζει όχι από τη γνώση της πράξης του υπευθύνου προσώπου, αλλά μετά το πέρας της κατάστασης διαρκούς προσβολής).

Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρ. 281 ΑΚ, καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπάρχει όταν από την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν, η εκ των υστέρων άσκηση του δικαιώματος έρχεται σε προφανή αντίθεση προς την ευθύτητα και εντιμότητα που πρέπει να κρατούν στις συναλλαγές ή προς τα επιβαλλόμενα χρηστά συναλλακτικά ήθη ή προς τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, έτσι ώστε η ενάσκηση του δικαιώματος αυτού να προσκρούει στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 33/2005). Μορφή της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος αποτελεί και η αποδυνάμωση του δικαιώματος (ΑΠ 1073/1997 ΤΝΠ Ισοκράτης). Αποδυναμώνεται, δε, το δικαίωμα και άρα δεν μπορεί να ασκηθεί, όταν ο δικαιούχος αφενός αδράνησε για μακρό χρόνο – πάντως λιγότερο από το χρόνο που απαιτείται για την παραγραφή, και αφετέρου δημιούργησε με τη συμπεριφορά του στον υπόχρεο την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει πλέον το δικαίωμα του.

Υπό αυτές τις συνθήκες η άσκηση του δικαιώματος από τον δικαιούχο, εφόσον συνεπάγεται επαχθείς επιπτώσεις για τον υπόχρεο, αποτελεί ενέργεια ασυμβίβαστη προς την προγενέστερη συμπεριφορά του δικαιούχου, αντίκειται προφανώς στις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και, επομένως, είναι καταχρηστική (βλ. Απ. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ, τόμ. I, άρθρ. 281, αριθ. 42).  Κατά την έννοια της αμέσως πιο πάνω διάταξης (ΑΚ 281), δηλαδή, μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος του, και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλ’ απαιτείται να συντρέχουν προσθέτως ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου η επακολουθήσασα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, συνεπάγεται επαχθείς, όχι δε κατ’ ανάγκην αφόρητες ή υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες, για την αποτροπή των οποίων κρίνεται, με γνώμονα την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον οικονομικό σκοπό του αξιούμενου δικαιώματος, επιβεβλημένη η θυσία του (ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ 1103/2013 ΝοΒ 2013.2706, ΑΠ 750/2013 ΤΝΠ Ισοκράτης, ΑΠ 976/2011 ΤΝΠ Ισοκράτης, ΑΠ 383/2010 ΝοΒ 2010.1756, ΑΠ 67/2010 ΝοΒ 2010.58). Η επίκληση, ωστόσο, περιστατικών, η αλήθεια των οποίων αποκλείει τη γέννηση ή συνεπάγεται την κατάλυση του ασκουμένου δικαιώματος δεν θεμελιώνει και ένσταση καταχρηστικής άσκησης του, αλλ’ είτε συνιστά αιτιολογημένη άρνηση της στηριζόμενης στο δικαίωμα αυτό αγωγής είτε θεμελιώνει άλλη, παρακωλυτική ή καταλυτική του δικαιώματος, ένσταση (ΑΠ 1423/2012 ΝοΒ 2013.755, ΑΠ 649/2009 ΝοΒ 2009.1720, βλ. επίσης και ΑΠ 525/2013 ΝοΒ 2013.1917).

Στην προκείμενη περίπτωση από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα (σημειωτέον, ότι ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν εξετάστηκαν μάρτυρες), και, περαιτέρω, αφενός την άνω, υπ’ αριθμ. 184/ 18.11.2013 ένορκη βεβαίωση του … ενώπιον του ασκούντος χρέη συμβολαιογράφου Γενικού Προξένου της Ελλάδος στο Χονγκ Κονγκ (Hong Kong), που μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η εφεσίβλητη – ενάγουσα και περί της οποίας (όπως και ως προς τη νόμιμη κλήτευση των εναγομένων) γίνεται λόγος παραπάνω, και αφετέρου την μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενη επίσης από την τελευταία (εφεσίβλητη – ενάγουσα) υπ’ αριθμ. 11948/ 3.9.2012 ένορκη βεβαίωση του ..  ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …, που λήφθηκε ομοίως χωρίς την παρουσία των εναγομένων ή πληρεξουσίου δικηγόρου τους, μετά όμως, και εν προκειμένω, από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση τους, και δη δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από την εν λόγω βεβαίωση [άρθρ. 270 παρ. 2 εδ. γ΄ ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό ίσχυε, κατά τα άνω αναφερόμενα (βλ. τις μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενες από την εφεσίβλητη – ενάγουσα υπ’ αριθμ. …….. και ………. εκθέσεις επιδόσεως του άνω δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών …)], αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

 

Η ενάγουσα, αλλοδαπή εταιρία, που εδρεύει στις ………, συνεστήθη στις 28.6.1999, υπό την επωνυμία «…….. .COM CORPORATION» και τον διακριτικό τίτλο «……..» (…………..), ενώ στις 5.11.2007 η επωνυμία της τροποποιήθηκε σε «………. GROUP HOLDING LIMITED». Είναι η μητρική εταιρία συμμετοχών ενός πολυεθνικού ομίλου εταιριών, ο οποίος εδρεύει στην πόλη …….. της Κίνας, κύριος δε τομέας της επιχειρηματικής και εμπορικής δραστηριότητας της είναι η παροχή συναλλακτικών υπηρεσιών και υπηρεσιών ηλεκτρονικού εμπορίου μέσω του διαδικτύου (internet) παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδος και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.). Συγκεκριμένα, η ενάγουσα προσφέρει διαδικτυακές πύλες – πλατφόρμες (portals) διευκόλυνσης της αγοραπωλησίας προϊόντων και υπηρεσιών από ή/και προς πάνω από διακόσιες σαράντα (240) χώρες ανά τον κόσμο, στις οποίες περιλαμβάνονται η Ελλάδα και τα λοιπά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.). Μέσω  δε  αυτών των εξειδικευμένων διαδικτυακών πλατφορμών ηλεκτρονικού εμπορίου, και κυρίως, μεταξύ αυτών, της διαδικτυακής της πύλης «……. .com», ενδιαφερόμενοι πωλητές, προμηθευτές, κατασκευαστές και εξαγωγείς μπορούν να διαφημίζουν και προωθούν τα προϊόντα τους, ενώ οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές, εισαγωγείς και διανομείς μπορούν να εντοπίσουν προϊόντα και αντισυμβαλλομένους, να προβούν σε παραγγελίες και να πραγματοποιήσουν πληρωμές, διενεργώντας έτσι τις συναλλαγές τους ταχύτερα, με χαμηλότερο κόστος και, τελικά, με επωφελέστερο γι’ αυτούς τρόπο.

Προς διάκριση των υπηρεσιών της αυτών η ενάγουσα έχει καταχωρίσει στο μητρώο κοινοτικών σημάτων του Γραφείου για την Εναρμόνιση της Εσωτερικής Αγοράς (σήματα και σχέδια και υποδείγματα), μεταξύ των άλλων, το κάτωθι κοινοτικό σήμα, του οποίου είναι δικαιούχος, και δη το υπ’ αριθμ. …ειδικό σήμα «…… .COM», το οποίο κατατέθηκε στις 15.10.1999, καταχωρήθηκε στις 26.10.2001 και του οποίου η διάρκεια  προστασίας λήγει στις 5.10.2019, προς διάκριση προϊόντων και υπηρεσιών των διεθνών κλάσεων 35 (εμπορικές υπηρεσίες, συγκεκριμένα διευκόλυνση των εμπορικών συναλλαγών μέσω τοπικών και παγκόσμιων ηλεκτρονικών δικτύων, παροχή υπηρεσιών παραγγελιών επί γραμμής μέσω υπολογιστή, διαφήμιση αγαθών και υπηρεσιών τρίτων μέσω τοπικών και παγκόσμιων ηλεκτρονικών δικτύων, παροχή διεθνών υπηρεσιών εισαγωγών και εξαγωγών), [υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών, παροχή αλληλεπιδραστικής ιστοθέσης (website) σε παγκόσμιο ηλεκτρονικό δίκτυο, μέσω της οποίας παρέχεται σε τρίτους η δυνατότητα ανάρτησης πληροφοριών, απάντησης σε απορίες, παραγγελιοδοσίας και διεκπεραιώσεις παραγγελιών για προϊόντα, υπηρεσίες και επιχειρηματικές ευκαιρίες, παροχή αλληλεπιδραστικής ιστοθέσης σε παγκόσμιο ηλεκτρονικό δίκτυο, μέσω της οποίας παρέχεται σε τρίτους η δυνατότητα ανάρτησης πληροφοριών, απάντησης σε απορίες, παραγγελιοδοσίας και διεκπεραίωσης  παραγγελιών για προϊόντα, υπηρεσίες και επιχειρηματικές ευκαιρίες, παροχής ιστοθέσης σε παγκόσμια ηλεκτρονικό δίκτυο, μέσω της οποίας παρέχεται σε τρίτους η δυνατότητα να προσφέρουν αγαθά και υπηρεσίες, να δίνουν και διεκπεραιώνουν παραγγελίες, να συνάπτουν συμβάσεις και να δημιουργούν συναλλαγές, παροχή καταλόγου ιστοθέσεων τρίτων για τη διευκόλυνση των εμπορικών συναλλαγών, παροχή πρόσβασης σε ιστοθέσεις τρίτων για τη διευκόλυνση του ηλεκτρονικού εμπορίου και των κοινών εμπορικών συναλλαγών, παροχή ηλεκτρονικών πινάκων ανακοινώσεων για την ανάρτηση και μετάδοση μηνυμάτων μεταξύ πολλών ή δύο χρηστών ηλεκτρονικών υπολογιστών σχετικά με προϊόντα, υπηρεσίες και επιχειρηματικές ευκαιρίες, παροχή υπηρεσιών συζήτησης επί γραμμής, παροχή υπηρεσιών ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και αποστολής ηλεκτρονικού ταχυδρομείου] και 42 (υπηρεσίες ηλεκτρονικών υπολογιστών, συγκεκριμένα δημιουργία κοινότητας επί γραμμής και διευκόλυνση των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ τρίτων, παροχή ηλεκτρονικού ημεροδείκτη, ευρετηρίου διευθύνσεων και σημειώσεων με δυνατότητα πρόσβασης και χρήσης μέσω τοπικών και παγκόσμιων δικτύων ηλεκτρονικών υπολογιστών). Επίσης, η ενάγουσα κατέστη μεταγενεστέρως και είναι δικαιούχος και των εξής σημάτων, στα οποία, πάντως, σύμφωνα με όσα προαναφέρονται, δεν αφορά η κατ’ έφεση αυτή δίκη και των οποίων η αναφορά γίνεται ως ενδεικτική της δραστηριότητας της ενάγουσας, και δη: ί) Του υπ’ αριθμ. …………. λεκτικού σήματος «………… TRADE MANAGER», το οποίο κατατέθηκε στις 17.6.2005, καταχωρήθηκε στις 7.6.2006 και του οποίου η διάρκεια προστασίας λήγει στις 17.6.2025, προς διάκριση προϊόντων και υπηρεσιών των κλάσεων 35, 38 και 42, ii) του υπ’ αριθμ. …………. λεκτικού σήματος «………», το οποίο κατατέθηκε στις 11.7.2005, καταχωρήθηκε στις 2.8.2006 και του οποίου η διάρκεια προστασίας λήγει στις 11.7.2025, προς διάκριση προϊόντων των κλάσεων 9, 35, 38 και 42, iii) του υπ’ αριθμ. ……….. λεκτικού  και απεικονιστικού σήματος «…………» με τη γραφική απεικόνιση του, περιγράμματος του προφίλ προσώπου ανθρώπου που χαμογελάει, το οποίο κατατέθηκε στις 6.9.2007, καταχωρήθηκε στις 20.8.2008 και του οποίου η διάρκεια προστασίας λήγει στις 6.9>2017, προς διάκριση προϊόντων και υπηρεσιών των κλάσεων 35, 36, 38 και 42, iv)του υπ’ αριθμ. ………. λεκτικού σήματος «…………..», το οποίο κατατέθηκε στις 18.9.2009, καταχωρήθηκε στις 16.3.2010 και του οποίου η διάρκεια προστασίας λήγει στις 18.9.2019, προς διάκριση προϊόντων και υπηρεσιών των κλάσεων 9, 35, 36, 38, 39, 41 και 42, και ν)του υπ’ αριθμ. ……………. λεκτικού και απεικονιστικού σήματος «………….», το οποίο κατατέθηκε στις 12.4.2011, καταχωρήθηκε στις 15.9.2011 και του οποίου η διάρκεια προστασίας λήγει στις 12.4.2021, προς διάκριση προϊόντων και υπηρεσιών των κλάσεων 16, 35, 36, 39, 41 και 42, όπως οι κατά περίπτωση πιο πάνω κλάσεις περιγράφονται στην αγωγή.

Επιπλέον, η ενάγουσα είναι δικαιούχος διεθνών ονομασιών χώρου (domain names), μεταξύ άλλων και των κάτωθι: (a) «……. .com», που δημιουργήθηκε στις 14.4.1999, ισχύει έως τις 23.5.2022 και, ως διαδικτυακή πύλη, διευκολύνει αγοραπωλησίες από ή/και προς πάνω από διακόσιες σαράντα (240) χώρες ανά τον κόσμο, περιλαμβανομένων σ’ αυτές της Ελλάδος και των λοιπών χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), και (β) «……. .net» που δημιουργήθηκε στις 15.10.2001 και ισχύει νόμιμα. Χρησιμοποιεί, δε, αυτές τις ονομασίες χώρου (domain names) για τη διαφήμιση, προβολή και προώθηση των υπηρεσιών της. Το παραπάνω υπ’ αριθμ. ……….. λεκτικό κοινοτικό σήμα «………COM» της ενάγουσας, έχοντας ως κυρίαρχο περιεχόμενο τη λεκτική ένδειξη «……..», όπως και η εκ των προαναφερόμενων ονομάτων χώρου ονομασία «……. .com», την οποία επίσης αφορά η προκείμενη δευτεροβάθμια δίκη (ως domain name/ διακριτικό γνώρισμα) και της οποίας το δεύτερο και μεταβλητό πεδίο (second level domain – SLD) αποτελείται επίσης – και μόνο – από την λέξη αυτή, που σταθερά και αδιαλείπτως χρησιμοποιεί η ενάγουσα από της ιδρύσεως της, έχουν επικρατήσει και καθιερωθεί στις συναλλαγές και ως διακριτικά γνωρίσματα της επιχείρησης της ενάγουσας. Τούτο, δε, περιλαμβάνοντας κατά τα ανωτέρω τη λεκτική ένδειξη «…….», που η ενάγουσα χρησιμοποιεί σταθερά και αδιαλείπτως από την ίδρυση της και μετέπειτα και με την οποία (λεκτική ένδειξη) η τελευταία δραστηριοποιείται, εξατομικεύεται και αναγνωρίζεται, μεταξύ άλλων, στο χώρο του διαδικτύου και είναι γνωστή διεθνώς, και στην Ελλάδα και τα λοιπά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.). Περιλαμβάνοντας, εξάλλου, την ίδια πιο πάνω λεκτική ένδειξη, ως χαρακτηριστικό και κυρίαρχο τμήμα της, ήτοι τη λέξη «…….», διακριτικό γνώρισμα της επιχείρησης της ενάγουσας έχει καταστεί και η επωνυμία αυτής, και δη τόσο η προηγούμενη όσο και η σημερινή, «…… GROUP HOLDING LIMITED» (……………. Γκρουπ Χόλντινγκ Λίμιτεντ), διαθέτοντας προς τούτο διακριτική δύναμη και ονοματική λειτουργία και εξατομικεύοντας την σταθερά και επί πολλά έτη στις συναλλαγές.

Το έτος 2004, περαιτέρω, όπως άλλωστε και μετέπειτα έως την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, το πιο πάνω κοινοτικό σήμα και τα προαναφερόμενα διακριτικά γνωρίσματα της ενάγουσας, με κυρίαρχη ή μοναδική, κατά περίπτωση, τη λεκτική ένδειξη «…………..», την οποία εξαρχής της δραστηριότητας της, η τελευταία (ενάγουσα), ως διαδικτυακή εταιρία, δραστηριοποιούμενη στον τομέα του ηλεκτρονικού εμπορίου, σταθερά και αδιαλείπτως χρησιμοποιούσε και χρησιμοποιεί, έχαιραν παγκόσμιας φήμης και ήταν ιδιαιτέρως γνωστά, μεταξύ άλλων και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελλάδος. Και τούτο, ειδικότερα, διότι: Έχοντας ως κυρίαρχο ή μοναδικό, κατά περίπτωση και σύμφωνα με τα άνω αναφερόμενα, στοιχείο την εν λόγω λεκτική ένδειξη, που, ως τέτοια, λόγω της διαδικτυακής εμφάνισης και διαρκούς χρησιμοποίησης της από την ενάγουσα, εντυπώνεται στη μνήμη του συναλλακτικού κοινού και του επιχειρηματικού κύκλου στον οποίο εκείνη απευθύνεται  και ο οποίος αποτελείται  από επιχειρήσεις (εισαγωγείς, εξαγωγείς, προμηθευτές, διανομείς πάσης φύσεως προϊόντων και υπηρεσιών) δραστηριοποιούμενες σε όλον τον κόσμο (Ασία, Ευρώπη, Αμερική, Αφρική), παρουσίαζαν και εξακολουθούν να εμφανίζουν αυξημένο βαθμό καθιέρωσης στις συναλλαγές, μοναδικότητα, ιδιοτυπία και   διακριτική δύναμη, απολαμβάνοντας, παραλλήλως, την ιδιαίτερη θετική εκτίμηση των καταναλωτών αναφορικά με τις υπηρεσίες της ενάγουσας τις οποίες διακρίνουν.

Ακόμη, περιλαμβάνοντας τη χρησιμοποιούμενη διαρκώς και σταθερά ήδη από το έτος 1999 ως άνω λεκτική ένδειξη, κάλυπταν σημαντικό μερίδιο της αγοράς, καθώς μόνο η διαδικτυακή πύλη «……… .com» της ενάγουσας είχε εγγεγραμμένους χρήστες ανά τον κόσμο, πλην της Κίνας, 1.165.911 το έτος 2004, 1.949.741 το έτος 2005, 3.115.153 το έτος 2006, 4.405.557 το έτος 2007, 7.914.630 το έτος 2008, 11.578.247 το έτος 2009 και 18.024.993 το έτος 2010, και εγγεγραμμένους χρήστες ειδικώς στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) κατά τα ίδια έτη 122.718, 253.091, 439.650, 667.714, 1.103.571, 1.700.878 και 2.866.575 αντίστοιχα, και Τ~ εγγεγραμμένους χρήστες στην Ελλάδα 2.933 το έτος 2004, 5.739 το έτος 2005, 10.129 το έτος 2006, 16.958 το έτος 2007, 30.279 το έτος 2008, 44.808 το έτος 2009 και 73.617 το έτος 2010. Περιλαμβανομένης, δε, της Κίνας, οι εγγεγραμμένοι χρήστες ήδη το έτος 2004 ανέρχονταν σε 6.000.000 περίπου, ενώ κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής οι εγγεγραμμένες στις πλατφόρμες ηλεκτρονικού εμπορίου της ενάγουσας ενεργείς επιχειρήσεις και εν γένει πελάτες της από όλες τις χώρες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων σ’ αυτές της Ελλάδος και των λοιπών χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), ανέρχονταν σε 65.000.000 περίπου.

Στη ραγδαία αυτή εξάπλωση της ενάγουσας σε όλα τα επιχειρηματικά μήκη και πλάτη της υφηλίου, συνέβαλαν και η φύση και τα χαρακτηριστικά των υπηρεσιών της τελευταίας (άυλες υπηρεσίες μέσω διαδικτύου), όπως και ο τρόπος προώθησης τους, καθώς διενεργούνταν και διενεργούνται μέσω διαδικτύου, χωρίς κόστος για επιχειρήσεις που επέλεγαν και επιλέγουν να εγγραφούν στη διαδικτυακή της πλατφόρμα και να προωθήσουν με τον τρόπο αυτό τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους, ενώ (οι ίδιες αυτές υπηρεσίες) παρέχονταν και παρέχονται δωρεάν, με εξαίρεση την ειδική κατηγορία των επί πληρωμή μελών της χρηστών, οι οποίοι είχαν με τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα να κατέχουν περίοπτη θέση στη διαδικτυακή της πλατφόρμα και να εμφανίζονται πρώτοι στις σχετικές αναζητήσεις των ενδιαφερομένων. Οι υπηρεσίες αυτές, έτσι, την κατέστησαν ανταγωνιστική, κατατάσσοντας την μεταξύ των μεγάλων και σημαντικών εταιριών του είδους, ενώ χαρακτηριστικό είναι ότι οι οικείοι συναλλακτικοί κύκλοι των εμπόρων – επαγγελματιών αντιλαμβάνονται την ως άνω ένδειξη «………» ως σημείο – διακριτικό γνώρισμα που προσδιορίζει και διακρίνει ακριβώς τις προσφερόμενες από την ενάγουσα εν λόγω υπηρεσίες. Με την εξάπλωση, δε, και την επιτυχία των διαδικτυακών της υπηρεσιών, ο προαναφερόμενος όμιλος έχει συγκεντρώσει σε αξιοσημείωτο βαθμό την προσοχή των μέσων ενημέρωσης, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη δημοσιότητα παγκοσμίως και τη δημοσίευση πολλών σχετικών άρθρων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και δημοσιεύματα από αναγνωρισμένες και δημοφιλείς εφημερίδες και περιοδικά, όπως το «Forbes» και οι «Financial Times», ενώ πρόωρα προσέλκυσε διεθνείς θεσμικούς επενδυτές που χρηματοδοτούσαν την περαιτέρω ανάπτυξη της (όπως Goldman Sachs, Softbank, Fidelity) και ειδικώς τα έτη 1999 και 2000 τη χρηματοδότησαν με είκοσι πέντε εκατομμύρια (25.000.000) δολάρια Η.Π.Α., κορυφαία πανεπιστήμια (Harvard), που μελετούσαν το φαινόμενο της δημιουργίας και εξέλιξης της άνω διαδικτυακής πλατφόρμας ηλεκτρονικού εμπορίου, καθώς και κυβερνητικές και μη οργανώσεις που συνιστούσαν την πλατφόρμα αυτή στο ενδιαφερόμενο κοινό για την πραγματοποίηση των εμπορικών τους συναλλαγών.

Η ενάγουσα, ακόμη, για την προβολή των άνω διακριτικών γνωρισμάτων διεξήγε, κατά τα έτη 2008 και 2009, παγκόσμια διαφημιστική εκστρατεία, προβαίνοντας σχετικώς σε δαπάνες της τάξεως των τριάντα εκατομμυρίων (30.000.000) δολαρίων Η.Π.Α., ενώ μόνο για τη διαφήμιση και προώθηση (μέσω διαφημίσεων, παρακολούθησης συνεδρίων κλπ.) του ιστότοπου «www………..com» στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) δαπάνησε, κατά τα έτη 2007 έως και 2010 το ποσό των έξι εκατομμυρίων οκτακοσίων εξήντα επτά χιλιάδων εκατόν τριάντα εννέα (6.867.139) ευρώ. Ειδικώς, εξάλλου, όσον αφορά τη φήμη που απολάμβανε, ήδη κατά το έτος 2004, το κοινοτικό σήμα «……….COM», αλλά και η περιλαμβάνουσα τις αντίστοιχες λεκτικές ενδείξεις διαδικτυακή πλατφόρμα της ενάγουσας, χαρακτηριστικό είναι και το ότι η ιστοσελίδα «……….com» είχε ήδη ψηφιστεί, το μήνα Νοέμβριο του έτους 2000, από τους αναγνώστες της Επισκόπησης Οικονομικών Άπω Ανατολής (Far Eastern Economic Review) ως η πιο δημοφιλής ιστοσελίδα επιχείρησης προς επιχείρηση (βλ. και σχετικό δημοσίευμα στην Επισκόπηση αυτή από Simon Bums ν Tajpej 30-11-2000), ενώ η ίδια ιστοσελίδα είχε επιλεγεί από το περιοδικό «Forbes» ως η καλύτερη του εν λόγω είδους κατά τα έτη 2000 και 2001. Κατά δε δημοσίευμα των «New York Times», στις 18-2-2004, «Η εταιρία ……….com, ένας ντόπιος ανταγωνιστής του …… Inc. και του ……, έχει αυξήσει κατά $82 εκατομμύρια το επιχειρησιακό της κεφάλαιο…».

Την ίδια αυτή φήμη, επίσης, όπως και τη δυναμική της επιχειρηματικής δραστηριότητας και του Ομίλου της κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια καταδεικνύουν εναργώς και διάφορα δημοσιεύματα στον τύπο και στο διαδίκτυο, όπως αυτό στην ιστοσελίδα «in.gr», στις 11.8.2005, σύμφωνα με το οποίο η δικτυακή πύλη «Yahoo» είχε τότε προβεί σε επένδυση με εξαγορά του «40% των μετοχών της μεγαλύτερης κινεζικής εταιρίας ηλεκτρονικού εμπορίου και δημοπρασιών ………», ή εκείνο στην εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» της 19.8.2006, με το οποίο ειδικώς η κινεζική εταιρία του ιδίου Ομίλου «……….com» χαρακτηρίζεται ως η μεγαλύτερη στον κλάδο του ηλεκτρονικού επιχειρείν, ή, ακόμη, αυτό στην ηλεκτρονική εφημερίδα «naftemporiki.gr», στις 11-10-2011, που αναφέρει για την ενάγουσα ότι «Σε διαπραγματεύσεις με την Temasek Holding, την κρατικά ελεγχόμενη επενδυτική εταιρία της Σιγκαπούρης, βρίσκεται, σύμφωνα   με πληροφορίες του Bloomberg η διαδικτυακή εταιρεία ……… Group Holding. Στόχος της ……… είναι να εξασφαλίσει χρηματοδότηση, που της επιτρέψει να επαναγοράσει μερίδιο της 40%, που σήμερα βρίσκεται στα χέρια της Yahoo! Επόμενο βήμα, σύμφωνα με αναλυτές, δεν αποκλείεται να είναι μία προσφορά για την εξαγορά της Yahoo», ή, τέλος, εκείνο στην ηλεκτρονική εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ.gr», στις 10.2.2012, στο οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «…Το Διαδίκτυο διαθέτει 2-3 μεγάλα «στέκια» εμπορικά εισαγωγών – εξαγωγών όπου μπορεί κάποιος με ελάχιστο, μικρό κόστος να τοποθετήσει τα προϊόντα του και  να  βάλει  αγγελίες πώλησης. Τέτοιο  παράδειγμα  είναι  το ……….com, Tradekey.com και άλλα μικρότερα…… Με βάση, έτσι, όλα τα παραπάνω, δηλαδή του αυξημένου βαθμού καθιέρωσης τους στις συναλλαγές, της μοναδικότητας, ιδιοτυπίας και διακριτικής τους ικανότητας, της ύπαρξης θετικής εκτίμησης εκ μέρους του (κατά τα ανωτέρω) καταναλωτικού κοινού (που περιλαμβάνει εισαγωγείς, εξαγωγείς, προμηθευτές και διανομείς, που εμπορεύονται πάσης φύσεως προϊόντα και υπηρεσίες, κλπ.) αναφορικά με τις υπηρεσίες που διακρίνουν, του καλυπτόμενου από αυτά σημαντικού μεριδίου αγοράς, τη μεγάλη χρονική διάρκεια της χρησιμοποίησης τους, το μέγεθος των επενδύσεων που η ενάγουσα πραγματοποίησε για την προβολή τους και, τέλος, της εκτεταμένης γεωγραφικής έκτασης, εντός της οποίας χαίρουν αναγνώρισης, το εν λόγω κοινοτικό σήμα και τα διακριτικά γνωρίσματα της ενάγουσας έχουν καταστεί κοινοτικό σήμα και διακριτικά γνωρίσματα φήμης, έχοντας καθιερωθεί στη διεθνή εμπορική πρακτική, σηματοδοτώντας τις προσφερόμενες από την ενάγουσα υπηρεσίες της και ανάγοντας, ιδίως την άνω διεθνή ηλεκτρονική πλατφόρμα της, «……….com», σε κυρίαρχη πλατφόρμα διασυνοριακού ηλεκτρονικού εμπορίου. Για το χαρακτήρα αυτό του κοινοτικού σήματος και των διακριτικών γνωρισμάτων της ενάγουσας ομοίως έκρινε, μετ’ εκτίμηση των αποδείξεων, με την εκκαλουμένη απόφαση του και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Με την κρίση του δε αυτή ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις και σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζουν οι εναγόμενοι με τον δεύτερο λόγο της έφεσης τους και όσα κατά λοιπά εκθέτουν, συνδυαστικά, σ’ αυτήν, κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα.

Εξάλλου, η πρώτη των εναγομένων, ήτοι η εταιρία με την επωνυμία «…………….. ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ» και τον διακριτικό τίτλο «………….. Μ.Ε.Π.Ε.», που εδρεύει στα ………., είναι ελληνική μονοπρόσωπη εταιρία περιορισμένης ευθύνης, με μοναδικό εταίρο της, διαχειριστή και νόμιμο εκπρόσωπο της τον δεύτερο από αυτούς (εναγομένους), ……….., κάτοικο ομοίως.

Σκοπός της, δε, είναι η καταχώρηση, ενοικίαση και πώληση ονομάτων διαδικτύου, οι υπηρεσίες προώθησης και διαφήμισης στο διαδίκτυο, το λογισμικό και οι υπηρεσίες διαχείρισης ονομάτων διαδικτύου, οι συμβουλευτικές υπηρεσίες διαιτησίας ονομάτων διαδικτύου, η ανάπτυξη, ο σχεδιασμός και η συντήρηση εφαρμογών λογισμικού, η ανάπτυξη εφαρμογών λογισμικού διαδικτύου, η ανάπτυξη λογισμικού διαχείρισης προτύπου διασφάλισης ποιότητας ISO και διαχείρισης τεχνικών έργων, οι εφαρμογές και οι υπηρεσίες Mobile Internet και Ψηφιακής Τηλεόρασης, το λογισμικό και οι υπηρεσίες ηλεκτρονικού εμπορίου, οι υπηρεσίες που σχετίζονται με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τα έργα ηλεκτρονικού εξοπλισμού, οι υπηρεσίες εκπόνησης μελετών δικτύων ηλεκτρονικών υπολογιστών, ο σχεδιασμός και η εγκατάσταση δικτύων δομημένης καλωδίωσης, οι υπηρεσίες εκπόνησης ηλεκτρονικών μελετών κτιρίων, η προμήθεια λογισμικού και εξοπλισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών, η προμήθεια και συντήρηση τηλεπικοινωνιακού και ηλεκτρονικού εξοπλισμού, οι συμβουλευτικές υπηρεσίες λογισμικού και διαδικτύου, η τεχνική υποστήριξη λογισμικού και εξοπλισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών, υπηρεσίες σχεδιασμού, δημιουργίας και καταχώρησης διαφημίσεων VOTO διαδίκτυο, η βελτιστοποίηση και καταχώριση ιστοσελίδων στις μηχανές αναζήτησης, η φιλοξενία, ο σχεδιασμός, η δημιουργία, ανάπτυξη, συντήρηση και ανανέωση εταιρικών και προσωπικών ιστοσελίδων στο διαδίκτυο, το λογισμικό διαχείρισης περιεχομένου ιστοσελίδων, η παροχή υπηρεσιών ως συμβούλου, η μελέτη, επίβλεψη και εκτέλεση έργων που αφορούν τους ανωτέρω σκοπούς της εταιρίας στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, ιδιωτικών, δημόσιων, δημοτικών, κοινοτικών, νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, ως και φυσικών προσώπων, ημεδαπών ή αλλοδαπών, για ίδιο λογαριασμό και για λογαριασμό τρίτων, η ανάληψη και εκτέλεση των παραπάνω έργων προς εκπλήρωση του σκοπού της εταιρίας, είτε με απευθείας ανάθεση είτε διά συμμετοχής σε διαγωνισμούς τόσο της ίδιας της εταιρίας διά του νομίμου εκπροσώπου της όσο και των υπαλλήλων της, ενεργούντων διά λογαριασμό αυτής, η εκτέλεση εμπορικών πράξεων που τείνουν στην επίτευξη των παραπάνω έργων σκοπών, ιδίως η εισαγωγή, εξαγωγή καθώς και η εμπορία πάσης φύσεως λογισμικού και εξοπλισμού.

Οι εναγόμενοι, ο δεύτερος δε από αυτούς υπό την ιδιότητα του μοναδικού εταίρου, διαχειριστή και νομίμου εκπροσώπου της πρώτης, παραλλήλως όμως και ατομικά, αποσκοπώντας σε οικονομικό όφελος τόσο της πρώτης των εναγομένων όσο και ίδιον από την επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα, προς υλοποίηση των σκοπών της εν λόγω (επιχειρηματικής) δραστηριότητας τους και για τη διαφήμιση και προώθηση των υπηρεσιών που προσφέρουν έχουν κατοχυρώσει περίπου επτά χιλιάδες πεντακόσιες (7.500) έως οκτώ χιλιάδες (8.000) διεθνείς ονομασίες χώρου, όπως «microsoftword.org», «microsoftexcel.org», «microsoftclipgallery.com», «windowshosting.info», «windows.info», «mywindows.org» και «lidl.info». Πρόκειται, σύμφωνα και με όσα ανωτέρω αναφέρονται, για διεθνή ονόματα χώρου ανώτατου επιπέδου (Generic Top Level Domains ή gTLDs), τα οποία αντιδιαστέλλονται από τα εθνικά ονόματα χώρου ανώτατου επιπέδου (Country Code Top Level Domains ή ccTLDs, όπως λ.χ. όσα έχουν κατάληξη «.gr», για την παραχώρηση των οποίων αρμόδιος φορέας είναι η ΕΕΤΤ). Εναντίον, δε,  των  εναγομένων,  αναφορικά  με ορισμένες εκ των  άνω ονομασιών χώρου, απευθύνθηκαν και καταγγελίες από αλλοδαπές εταιρίες, που διεκδικούσαν προγενέστερα κατοχυρωμένα δικαιώματα επί σημάτων φήμης (π.χ. «Microsoft», «windows» και «lidl»), και με αποφάσεις που εκδόθηκαν, με τη διαδικασία της εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών ενώπιον του Εθνικού Κέντρου Προστασίας και του Κέντρου Διαιτησίας και Διαμεσολάβησης ΠΟΠΙ, υποχρεώθηκαν να μεταβιβάσουν αυτές τις ονομασίες χώρου στις εν λόγω εταιρίες. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι προέβησαν στη δημιουργία της διεθνούς ονομασίας χώρου (domain name) «……….info», η οποία   καταχωρήθηκε  στις  26.11.2004  και  την  οποία  έκτοτε χρησιμοποιούν στις εμπορικές συναλλαγές τους.

Τέτοια χρήση,  καταρχάς, αποτελεί η ίδια η πράξη της κατάθεσης και καταχώρησης του ως άνω ονόματος χώρου (domain name), δεδομένου ότι, αποτέλεσμα αυτών είναι η παρεμπόδιση οποιουδήποτε τρίτου, συνεπώς και της ενάγουσας, ως δικαιούχου του προγενέστερου κοινοτικού σήματος και των άνω διακριτικών γνωρισμάτων της, που έχουν ως μοναδική ή ως κυρίαρχη, κατά περίπτωση, λέξη τη λεκτική ένδειξη «………», να το καταθέσει ως τέτοιο, λαμβανομένου υπόψη ότι η αποκλειστικότητα της χρήσης αρχίζει με την κατάθεση του φερομένου ως πρώτου δηλώσαντος (First Come, First Served), που οδηγεί σε δέσμευση της οικείας ηλεκτρονικής διεύθυνσης από τρίτον, έστω και αν ο δηλώσας δεν την χρησιμοποιεί, στη συνέχεια, για προώθηση ή/ και διαφήμιση των σχετικών προϊόντων ή υπηρεσιών του (βλ. σχετ. και Ελ. Αλεξανδρίδου, ό.π., παρ. 10, αριθ. 75 επ., Β. Τουντόπουλο – Β. Χατζόπουλο, ό.π., κεφ. Β», σ. 106 επ.). Οι εναγόμενοι, εξάλλου, προέβησαν ακολούθως και σε χρήση αυτής της ονομασίας χώρου (domain name) για διαδικτυακές υπηρεσίες.

 

Συγκεκριμένα, αρχικώς το εν λόγω domain name χρησιμοποιήθηκε στη διαφημιστική καταχώριση παιδικών βιβλίων, ενώ στη συνέχεια συμπεριελήφθη στην υπηρεσία της αδρανοποίησης ονόματος χώρου, αποκαλούμενης και domain parking, τρίτης εταιρίας, μέσω της ιστοσελίδας με την ονομασία «…… .com». Το φαινόμενο, δε, του domain parking, που συνιστά μορφή κυβερνοσφετερισμού (για τον κυβερνοσφετερισμό βλ. και Ελ. Αλεξανδρίδου, ό.π., και Β. Τουντόπουλου – Β. Χατζόπουλου, ό.π., σ. 108 επ.), συνίσταται στο ότι, όπως εν προκειμένω, i) κάποιος καταχωρεί στο όνομα του ως ονομασία χώρου ξένο, προγενέστερο διακριτικό γνώρισμα, συνήθως φήμης, την οποία (ονομασία χώρου) διαθέτει σε τρίτους, φορείς άλλων ονομασιών χώρου, οι οποίοι, μέσω αυτής, διαφημίζουν υπηρεσίες δικές τους ή τρίτων, ii) ο επισκέπτης – χρήστης της ιστοσελίδας αυτής είτε διενεργεί επιλογή («κλικ») πάνω στις προβαλλόμενες διαφημίσεις είτε ανακατευθύνεται (redirect) αυτόματα στην ιστοσελίδα του διαφημιζόμενου και iii) o φορέας του επίμαχου ονόματος χώρου αποκομίζει κέρδος από τα διαφημιστικά έσοδα με μόνη την επισκεψιμότητα των χρηστών στην ιστοσελίδα που λειτουργεί υπό την ονομασία χώρου που έχει καταχωρήσει. Στη συγκεκριμένη, δε, περίπτωση, μέσω της ως άνω χρησιμοποίησης και διά της αμέσως προαναφερόμενης υπηρεσίας οι εναγόμενοι προέβησαν σε εκμετάλλευση της εν λόγω ονομασίας χώρου (domain name) «……….info» είτε διά της προσφοράς αυτής προς μεταβίβαση σε τρίτο ενδιαφερόμενο έναντι αντιτίμου είτε διά της προβολής στοχευμένων διαφημίσεων τρίτων εταιριών που συνεργάζονταν με την ως άνω εταιρία ……… Πρόκειται, δηλαδή, για χρήση εν είδει σήματος και ως domain name (σε διαφημιστικές και διαδικτυακές υπηρεσίες και ηλεκτρονικά μέσα, βλ. και άρθρα 18 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του ν. 2239/1994). Με βάση όσα πιο πάνω γίνονται δεκτά και όσα περαιτέρω αποδεικνύονται, λεκτέα τα εξής: Η επίμαχη ονομασία χώρου (domain name), που καταχώρησαν και χρησιμοποιούν έκτοτε οι εναγόμενοι, αφενός ταυτίζεται και σε κάθε περίπτωση ομοιάζει με το άνω κοινοτικό σήμα «……….COM» και τα προαναφερόμενα διακριτικά γνωρίσματα της ενάγουσας, ενώ το  ίδιο ισχύει και αναφορικά με τις υπηρεσίες τις οποίες από τη μια-πλευρά η ενάγουσα και από την άλλη οι εναγόμενοι παρέχουν.

Ειδικότερα: Η κυρίαρχη λεκτική ένδειξη «………», που περιέχεται στο άνω κοινοτικό σήμα «……….COM», ως κύριο μέρος του, και αποτελεί, παραλλήλως, το μεσαίο (μεταβλητό) επίπεδο (second level domain name) της ονομασίας χώρου (domain name) αυτής «……….com», καθώς και το χαρακτηριστικό τμήμα της επωνυμίας της, «……… Group Holding Limited», για να διακρίνει τις προσφερόμενες από την ίδια (ενάγουσα) υπηρεσίες και την επιχείρηση της, ταυτίζεται, από άποψη λεκτική, οπτική και ηχητική, με τη λεκτική ένδειξη και διακριτικό σημείο «………», που οι εναγόμενοι χρησιμοποιούν στην επίμαχη ηλεκτρονική διεύθυνση τους – ονομασία χώρου (domain name). Τούτο, δε, ειδικώς όσον αφορά τις συγκρινόμενες ονομασίες χώρου (domain name), χωρίς να λαμβάνονται υπόψη προς τούτο, δηλαδή για την μεταξύ τους σύγκριση, αφενός η κατάληξη «.com», που περιλαμβάνεται στην ονομασία χώρου (domain name) της ενάγουσας, και αφετέρου η κατάληξη «.info», που χρησιμοποιούν οι εναγόμενοι στη δική τους ονομασία χώρου (domain name), καθώς, όπως και στις παραπάνω νομικές σκέψεις σχετικώς επισημαίνεται, το ομοειδές του domain name κρίνεται με βάση το μεσαίο, ήτοι το μεταβλητό επίπεδο (second level domain name), και όχι το χρησιμοποιούμενο για την ηλεκτρονική διεύθυνση (ονομασία χώρου) ανώτατο επίπεδο (top level domain name ή gGtldn), δηλαδή την κατά περίπτωση πιο πάνω κατάληξη, από τις οποίες, ειδικότερα, η κατάληξη «.com» δηλώνει συνήθως την ασκούμενη εμπορική δραστηριότητα και η κατάληξη «.info», που είναι διαθέσιμη για καταθέτες ανεξαρτήτως σκοπού και χρήσης.

Η κατά τα ανωτέρω ομοιότητα, επίσης, δεν αναιρείται, ειδικώς ως προς το σήμα της ενάγουσας «……….COM», από το δεύτερο συνθετικό στοιχείο του, δηλαδή τη λεκτική ένδειξη «COM», κυρίαρχο ρόλο επιτελεί η λέξη «………», αποτελώντας, ειδικώς ως προς την επωνυμία, το χαρακτηριστικό τμήμα αυτής (επωνυμίας), ενώ τα λοιπά στοιχεία έχουν δευτερεύουσα και περιγραφική αξία, χωρίς διακριτική δύναμη, προσδιορίζοντας το χαρακτήρα και το είδος της εμπορικής επιχείρησης της ενάγουσας, και, πάντως, μη δυνάμενα να αποτρέψουν την εν λόγω ομοιότητα. Εξάλλου, η ενάγουσα, μέσω της διαδικτυακής της πλατφόρμας διασυνοριακού ηλεκτρονικού εμπορίου με την ονομασία χώρου «……….com» (που καταχωρήθηκε, όπως προαναφέρεται, το έτος 1999) διαφημίζει και παρουσιάζει προϊόντα και υπηρεσίες πάσης φύσεως προμηθευτών, εξαγωγέων, πωλητών αυτών, τα οποία (προϊόντα και υπηρεσίες) απευθύνονται σε διανομείς, εισαγωγείς, αγοραστές αυτών, που δραστηριοποιούνται τόσο στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) όσο και διεθνώς και είναι χρήστες του διαδικτύου. Αντίστοιχα, στην ιστοσελίδα (website) των εναγομένων με την επίμαχη ονομασία χώρου «……….info» αφενός διαφημίζονται και παρουσιάζονται προεπιλεγμένες κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών κάθε είδους τρίτων εταιριών μέσω της προαναφερόμενης υπηρεσίας domain parking της εταιρίας SEDO, υπό την έννοια ότι με την ηλεκτρονική επιλογή («κλικ») σε κάθε προεπιλεγμένη υπηρεσία ή προϊόν ανοίγει άλλο διαδικτυακό παράθυρο (pop – up window), στο οποίο και εμπεριέχεται η στοχευμένη διαφήμιση προϊόντων ή υπηρεσιών τρίτων, αφετέρου διαφημίζεται και η ίδια η ως άνω ονομασία χώρου (domain name) με σκοπό τη μεταβίβαση της σε τρίτο έναντι αντιτίμου.

Απευθύνονται δε αυτά (προϊόντα και υπηρεσίες) τόσο στο ευρύ καταναλωτικό κοινό, ήτοι τον μέσο καταναλωτή ή αποδέκτη, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος, όσο και σε ειδικούς συναλλακτικούς κύκλους εμπόρων – επαγγελματιών (αποτελούμενους από προμηθευτές, εξαγωγείς, διανομείς, εισαγωγείς), που βρίσκονται και δραστηριοποιούνται τόσο στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και παγκοσμίως, και είναι χρήστες του διαδικτύου. Και τούτο, διότι η επίμαχη αυτή ονομασία χώρου, που χρησιμοποιούν οι εναγόμενοι, συνιστά διεθνή ονομασία χώρου, με δυνατότητα ευρείας απήχησης, ενώ η πλοήγηση στη συγκεκριμένη ιστοσελίδα λαμβάνει χώρα, κατ’ επιλογή του χρήστη, σε διάφορες εθνικές γλώσσες, και ανάλογα με τη γλώσσα επιλογής καθορίζονται και οι διαφημίσεις προϊόντων και υπηρεσιών.

Πρόκειται, σε κάθε περίπτωση, για υπηρεσίες ανταγωνιστικού, καθώς και συμπληρωματικού χαρακτήρα, σε σχέση με εκείνες της ενάγουσας, καθώς μάλιστα, κατά την αντίληψη των συναλλαγών, οι συγκρινόμενες υπηρεσίες, από άποψη φύσεως και προορισμού τους, θα μπορούσαν να προσφερθούν στις επιχειρηματικές συναλλαγές και υπό κοινή επιχειρηματική ευθύνη. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και λαμβανομένων υπόψη αφενός της ομοιότητας των σχετικών υπηρεσιών, που οι διάδικοι παρέχουν, και της λεκτικής, ηχητικής και οπτικής ομοιότητας των επίμαχων  σημείων και αφετέρου του γεγονότος ότι τα άνω, προγενέστερα της καταχώρισης της επίμαχης ονομασίας χώρου (domain name) των εναγομένων, κοινοτικό σήμα, ως τέτοιο (σήμα) και ως διακριτικό γνώρισμα της ενάγουσας, καθώς και τα λοιπά διακριτικά γνωρίσματα της τελευταίας (επωνυμία, domain name), έχουν ιδιαίτερο διακριτικό χαρακτήρα και είναι ευρέως γνωστό στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) και στην Ελλάδα, καταδεικνύεται αναμφίβολα ότι υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του ενδιαφερόμενου καταναλωτικού κοινού, το οποίο αποτελείται από τον επαγγελματικό και επιχειρηματικό κύκλο εμπόρων, προμηθευτών, εξαγωγέων, διανομέων και εισαγωγέων κλπ., οι οποίοι ενδιαφέρονται μέσω του διαδικτύου να διαφημίσουν και παρουσιάσουν τα εμπορεύματα τους παγκοσμίως (προμηθευτές -εξαγωγείς) και να αναζητήσουν συμφέρουσες εμπορικές λύσεις για την προμήθεια αγαθών και υπηρεσιών (εισαγωγείς – εξαγωγείς) και οι οποίοι, λόγω του τρόπου άσκησης της εμπορικής αυτής δραστηριότητας μέσω του διαδικτύου, έχουν την τάση να εμπιστεύονται κυρίως το λεκτικό μέρος του σημείου που συνιστά το σήμα και διακριτικό γνώρισμα των προσφερομένων υπηρεσιών.

Ο κίνδυνος, δε, αυτός συνίσταται στο ότι το εν λόγω καταναλωτικό κοινό δύναται να θεωρήσει, από πλάνη, ότι οι υπηρεσίες των εναγομένων, που προβάλλονται μέσα από τη συγκεκριμένη ιστοσελίδα τους με την ονομασία χώρου (domain name) «……….info» και οι οποίες διακρίνονται από την έχουσα διακριτική δύναμη ένδειξη «………», κατά παραποίηση, άλλως απομίμηση του προγενέστερου και με ιδιαίτερη διακριτική δύναμη σήματος της ενάγουσας και με την άνω ομοιότητα, όσον αφορά το σήμα αυτό, ως διακριτικό γνώρισμα, και τα λοιπά διακριτικά γνωρίσματα (επωνυμία, domain name) της τελευταίας, προέρχονται από την επιχείρηση της ενάγουσας ή από επιχείρηση διάφορη μεν, σχετιζόμενη όμως οργανικώς προς την επιχείρηση της ενάγουσας, κατά την διαφήμιση και προβολή των υπηρεσιών αυτών, ενώ δεν αποκλείεται και κίνδυνος συνειρμικής συσχέτισης, δοθέντος ότι ο οικείος συναλλακτικός κύκλος έχει συνδέσει τη λεκτική και οπτική απεικόνιση του σήματος της ενάγουσας με την επιχείρηση της και η απεικόνιση αυτή έχει καθιερωθεί στις συναλλαγές ως διακριτικό γνώρισμα αυτής με ιδιαίτερη διακριτική δύναμη.

Περαιτέρω, αποδεικνύονται και τα εξής: Η πιο πάνω συμπεριφορά των εναγομένων, ήτοι η καταχώρηση και χρήση, από μέρους τους, ως ονομασίας χώρου (domain name), ξένου προς αυτούς και με ιδιαίτερη διακριτική δύναμη σήματος και διακριτικών γνωρισμάτων, περιλαμβανομένων σ’ αυτά τα τελευταία τόσο του σήματος ως διακριτικού γνωρίσματος, όσο και της ονομασίας χώρου (domain name) και του χαρακτηριστικού τμήματος της επωνυμίας της ενάγουσας, συνιστά χαρακτηριστική περίπτωση παρεμποδιστικού ανταγωνισμού και κυβερνοσφετερισμού (cybersquatting ή domain grabbing), κατά την έννοια που πιο πάνω εκτίθεται.

Με τον τρόπο αυτό, ειδικότερα, που, επιπροσθέτως, αντίκειται στα χρηστά ήθη, όπως αυτά προσδιορίζονται και από τις ιδέες του σκεπτόμενου με χρηστότητα και φρόνηση μέσου κοινωνικού ανθρώπου, οι εναγόμενοι εμποδίζουν την ενάγουσα, ως νόμιμη δικαιούχο προγενέστερου φημισμένου σήματος και διακριτικών γνωρισμάτων φήμης, να καταχωρήσει στο όνομα της το επίμαχο domain name και να χρησιμοποιήσει αυτό στις επιχειρηματικές της συναλλαγές. Επίσης, με την πρόκληση σύγχυσης του οικείου συναλλακτικού κύκλου, αποσκοπούν αμφότεροι στον προσπορισμό αθέμιτου οφέλους, χωρίς εύλογη αιτία, από τη φήμη του προγενέστερου σήματος και των άνω διακριτικών γνωρισμάτων της ενάγουσας, ήτοι και της ηλεκτρονικής της διεύθυνσης (domain name) και της επωνυμίας της. Το όφελος αυτό, ειδικότερα, συνίσταται είτε στο να αποκομίσουν υψηλές προμήθειες από διαφημιστικά έσοδα, που πραγματοποιούνται σε συνάρτηση με τον υψηλό βαθμό επισκεψιμότητας της εν λόγω ιστοσελίδας από πεπλανημένους χρήστες του διαδικτύου, που ανήκουν στο οικείο συναλλακτικό -(καταναλωτικό) κοινό, υπολαμβάνουν εσφαλμένα ότι η συγκεκριμένη ονομασία χώρου ανήκει στην ενάγουσα και οι οποίοι, έχοντας την εσφαλμένη πεποίθηση ότι επισκέπτονται διαδικτυακή πλατφόρμα που ανήκει στην τελευταία, άθελα τους και εν αγνοία τους γίνονται κοινωνοί των διαφημιστικών καταχωρίσεων και υπηρεσιών τρίτων που προβάλλονται με τη συναίνεση των εναγομένων εντός ή μέσω της ιστοσελίδας τους που λειτουργεί με την επίμαχη ονομασία χώρου (λ.χ. μέσω υπερσυνδέσμου – Hyperlink ο χρήστης οδηγείται σε ιστοσελίδες τρίτων), είτε στην αποκόμιση υψηλού αντιτίμου για τη μεταβίβαση της συγκεκριμένης ονομασίας χώρου (domain name), χωρίς τούτο (υψηλό αντίτιμο) να δικαιολογείται από τους οικείους συναλλακτικούς κανόνες.

Σε σχέση με τους άνω τρόπους εκμετάλλευσης της επίμαχης ιστοσελίδας τους, πρέπει επιπροσθέτως να σημειωθεί, οι εναγόμενοι απέβλεψαν σε υψηλά κέρδη από διαφημιστικά έσοδα, ήτοι εφαρμόζοντας επιχειρηματική στρατηγική που ουδόλως συνάδει με τις συγκεκριμένες περιστάσεις, και δη το ότι πρόκειται για ιστοσελίδα, χωρίς ειδικότερο, διαμορφωμένο περιεχόμενο, η οποία χρησιμοποιείται για τη διαφήμιση υπηρεσιών και προϊόντων τρίτων μέσω της υπηρεσίας domain parking τρίτης επιχείρησης.

Επιπροσθέτως, όπως αποδεικνύεται, οι εναγόμενοι, όταν η ενάγουσα, στις 26.4.2011, όχι προς αναγνώριση οιωνδήποτε δικαιωμάτων των πρώτων επί του επίμαχου ονόματος χώρου (domain name), αλλά σε μια προσπάθειά της να επιλυθεί το ζήτημα με έναν γρήγορο και ανέξοδο σχετικά τρόπο, προσέγγισε ανωνύμως, μέσω των νομίμων εκπροσώπων της, τον δεύτερο των εναγομένων, που αγνοούσε την πραγματική ιδιότητα των προσώπων που εμφανίστηκαν ως ενδιαφερόμενοι, προσφερόμενη να αγοράσει το εν λόγω όνομα χώρου (domain name) αντί ενός συμβολικού τιμήματος, το οποίο θα κάλυπτε τα έξοδα καταχώρησης και ετήσιας διαχείρισης, ζήτησαν αντ’ αυτού, για την πώληση της ηλεκτρονικής αυτής διεύθυνσης, το ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) ευρώ, ήτοι ποσό, που, και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και τα οικεία συναλλακτικά ήθη, είναι ιδιαίτερα και αδικαιολογήτως υψηλό, καταδεικνύοντας και αυτό, με όλες τις λοιπές, συνοδεύουσες την υπό κρίση υπόθεση, ως άνω περιστάσεις, την πραγματική πρόθεση των εναγομένων για τη χρήση και την μέσω αυτής αθέμιτη εκμετάλλευση του επίμαχου ονόματος χώρου (domain name).

Χρησιμοποιώντας, εξάλλου, αυτό το όνομα χώρου (domain name), οι εναγόμενοι μεταφέρουν στις δικές τους δραστηριότητες και υπηρεσίες, όπως πιο πάνω αυτές αναφέρονται, την καλή εντύπωση που έχει το καταναλωτικό κοινό για το κοινοτικό σήμα και διακριτικά γνωρίσματα της ενάγουσας στις συναλλαγές, δημιουργώντας, πάντως, και τον ανωτέρω κίνδυνο σύγχυσης, ως προς την πραγματική προέλευση των δικών τους (εναγομένων) υπηρεσιών και δραστηριοτήτων καθώς και τον τυχόν οργανωτικό ή άλλο σύνδεσμο τους με την επιχείρηση της ενάγουσας, και, επιπροσθέτως, καρπώνονται χωρίς χρηματικό αντίτιμο και εν γένει αντάλλαγμα και χωρίς να έχουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο  μοχθήσει  προς τούτο, τις προσπάθειες της ενάγουσας να καθιερώσει το σήμα και τα διακριτικά της γνωρίσματα στην αγορά, μειώνοντας, παραλλήλως, την ελκτική δύναμη τους και δημιουργώντας κίνδυνο υπόσκαψης της εδραιωμένης φήμης και αναγνωρισιμότητάς τους για την ποιότητα των υπηρεσιών που διακρίνουν.

Οι εναγόμενοι, απαντώντας στην αγωγή και αρνούμενοι την κατά περίπτωση ιστορική βάση αυτής, ισχυρίζονται, όπως και πρωτοδίκως, με την έφεση τους, και δη με τους τρίτο, τέταρτο και έβδομο λόγους της, αλλά και συνδυαστικά με όσα κατά τα λοιπά εκθέτουν σχετικώς στο δικόγραφο της κρινόμενης έφεσης, τα εξής: i) Ότι η καταχώρηση και χρήση του επίμαχου ονόματος χώρου (domain name) «……….info», δεν συνιστά, ούτε οδηγεί σε απομίμηση ή παραποίηση του άνω κοινοτικού σήματος και των προαναφερόμενων διακριτικών γνωρισμάτων της ενάγουσας, ούτε δημιουργεί κίνδυνο σύγχυσης του καταναλωτικού κοινού, καθώς, πέραν των άλλων, δεν υφίσταται ούτε εννοιολογική ταύτιση ή ομοιότητα μεταξύ του επίμαχου ονόματος χώρου, που, με την λεκτική ένδειξη «……..» παραπέμπει στο όνομα του ευρύτατα γνωστού στη συνείδηση του καταναλωτικού κοινού και δημοφιλούς πλασματικού ήρωα παιδικών ιστοριών, ήτοι του ……………. (…………..). Το όνομα δε αυτό συντίθεται από δύο (2) λέξεις, που δεν μπορούν διακριτά, πλην ταυτοχρόνως, να καταχωρηθούν ως όνομα χώρου (domain name). ii) Ότι δεν υπάρχει ταύτιση ή ομοιότητα ή συγγένεια ούτε των καλυπτόμενων υπηρεσιών, καθώς οι μεν καλυπτόμενες από το σήμα της αντιδίκου τους υπηρεσίες αφορούν στη διαδικτυακή παροχή υπηρεσιών ή/ και προϊόντων από επιχείρηση προς επιχείρηση (business to business/ B2B), ενώ η εκ μέρους τους καταχώριση και χρήση του επίμαχου ονόματος χώρου (domain name) αποσκοπεί στην καταχώριση συνδέσεων που παραπέμπουν σε ιστοτόπους παιδικών βιβλίων. iii) Συνακόλουθα και με τα παραπάνω, δεν υπάρχει ούτε κίνδυνος σύγχυσης, διότι η μορφή, η εμφάνιση και το περιεχόμενο του ιστοτόπου τους, αφενός, και του ιστοτόπου της ενάγουσας, αφετέρου, είναι εντελώς διαφορετικά και οι αποδέκτες -τελικοί καταναλωτές των εκατέρωθεν υπηρεσιών είναι διαφορετικοί, ενώ, επιπροσθέτως, δεν προέκυψε και οποιοδήποτε περιστατικό που να δύναται να επιβεβαιώσει τον εν λόγω κίνδυνο. iv) Ότι δεν υπήρχε από μέρους τους οποιοσδήποτε σκοπός παρεμποδιστικού ανταγωνισμού και κυβερνοσφετερισμού ή σκοπός προσπορισμού οποιουδήποτε οφέλους, και μάλιστα από τη δήθεν παρασιτική εκμετάλλευση της φήμης του σήματος και διακριτικών γνωρισμάτων της ενάγουσας. Το έτος 2004, εξάλλου, δηλαδή κατά το χρόνο καταχώρησης του επίμαχου ονόματος χώρου (domain name) από αυτούς, όπως άλλωστε και μετέπειτα, ούτε το άνω σήμα ούτε τα διακριτικά γνωρίσματα της ενάγουσας έχαιραν οποιασδήποτε παγκόσμιας φήμης ή, έστω, φήμης στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.). Επίσης, ουδέποτε επιδίωξαν να πωλήσουν στην ενάγουσα, όταν άλλωστε ανωνύμως τους προσέγγισε, το επίμαχο όνομα χώρου (domain name), αλλ’ αντιθέτως εκείνη ήταν που προσφέρθηκε να προβεί στην εν λόγω αγορά, χωρίς οι ίδιοι να γνωρίζουν ότι πίσω από την προφορά αυτή υποκρυπτόταν η νυν αντίδικος τους. v) Ότι τα παραπάνω αποδεικνύονται, μεταξύ των άλλων, και από την υπ’ αριθμ. …………. απόφαση της Τριμελούς Επιτροπής που ορίστηκε από το Ασιατικό Κέντρο Επίλυσης Διαφορών Ονομάτων Χώρου (Asian Domain Name Dispute Resolution Centre) και η οποία, κατόπιν σχετικής καταγγελίας της ενάγουσας, επέλυσε υπέρ αυτών τη διαφορά που ανέκυψε μεταξύ τους, κάνοντας δεκτό, ανάμεσα στ’ άλλα, ότι η εκ μέρους τους καταχώρηση του επίμαχου ονόματος χώρου (domain name) δεν έγινε κακόπιστα, ούτε προσέβαλε τα σήματα της ενάγουσας, ότι συνέτρεχε για την καταχώρηση αυτή έννομο συμφέρον τους, αναφερόμενο στο ιδιαίτερα διαδεδομένο και ευρέως χρησιμοποιούμενο όνομα του προαναφερόμενου δημοφιλούς και πλασματικού παιδικού ήρωα, και ότι διαφορετικές είναι και οι καλυπτόμενες υπηρεσίες. Η απόφαση, δε, αυτή παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα για την υπό κρίση υπόθεση σε βάρος της αντιδίκου, ως προς τα ζητήματα τα οποία κρίθηκαν.

Τέλος, με τον όγδοο λόγο της έφεσης, ο δεύτερος των εναγομένων, αρνείται ότι συντρέχει οποιαδήποτε ευθύνη του για πράξεις ή παραλείψεις της πρώτης από αυτούς και τέτοια ευθύνη θα μπορούσε να θεμελιωθεί μόνο υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις της άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της πρώτης εναγομένης, περίπτωση όμως που εν προκειμένω ούτε η ενάγουσα επικαλείται ούτε και αποδεικνύεται ότι συντρέχει.

Τα άνω υποστηριζόμενα από τους εναγομένους, ωστόσο, με βάση όσα ήδη πιο πάνω γίνονται στην οικεία κατά περίπτωση θέση, δεν ευσταθούν και κρίνονται αβάσιμα. Αποδεικνύονται δε από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, μεταξύ αυτών και από τις μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενες από την ενάγουσα ένορκες βεβαιώσεις, καθώς τόσο ο …, γραμματέας και γενικός νομικός σύμβουλος της ενάγουσας, που εργάζεται για την τελευταία από το έτος 2007, στην υπ’ αριθμ. ………… ένορκη βεβαίωση του  ενώπιον του ασκούντος χρέη συμβολαιογράφου Γενικού Προξένου της Ελλάδος στο Χονγκ Κονγκ (Hong Kong), όσο και ο …, υπεύθυνος του Τομέα Συστημάτων και Τεχνολογίας του Εργαστηρίου Εκπαιδευτικού Υλικού και Μεθοδολογίας (ΕΕΥΕΜ) του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, Υπεύθυνος του Τομέα Υπηρεσιών Τηλεματικής και Δικτύων του ΕΕΥΕΜ και δραστηριοποιούμενος, ως ελεύθερος επαγγελματίας και με εκτεταμένη προϋπηρεσία στον ιδιωτικό τομέα, στην κατασκευή ιστοσελίδων και στην ανάπτυξη διαδικτυακών εφαρμογών διαφόρων εταιριών και οργανισμών, στην υπ’ αριθμ. ………… ένορκη βεβαίωση του ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …, με σαφήνεια και πειστικά επιβεβαιώνουν, συνδυαστικά με όλα όσα αναφέρουν, και συνεκτιμωμένων και εκείνων που προκύπτουν από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, την παραπάνω  συμπεριφορά  των  εναγομένων και τις περιστάσεις προσβολής, από αυτούς, του σήματος και των διακριτικών γνωρισμάτων της ενάγουσας.

Σε αντίθετη κρίση δεν δύναται να οδηγήσει κάποιο άλλο στοιχείο, ούτε και η με στοιχ. υπόθ. …………. απόφαση της Τριμελούς Επιτροπής, που ορίστηκε από το Ασιατικό Κέντρο Επίλυσης Διαφορών Ονομάτων Χώρου (Asian Domain Name Dispute Resolution Centre).

Ως προς την τελευταία, δε, αυτή απόφαση πρέπει να παρατηρηθούν και τα εξής: Πράγματι, η νυν ενάγουσα υπέβαλε, στις 12.5.2001, στο Ασιατικό Κέντρο Επίλυσης Διαφορών Ονομάτων Χώρου (Asian Domain Name Dispute Resolution Centre) καταγγελία σε βάρος της νυν πρώτης των εναγομένων, εκπροσωπούμενης από τον δεύτερο από αυτούς (εναγομένους), αποδίδοντας της ότι το όνομα χώρου (domain name) «……….info», το οποίο εκείνη καταχώρισε στις 26.11.2004, είναι πανομοιότυπο ή παρόμοιο και ικανό να προκαλέσει σύγχυση με τα εμπορικά σήματα και τα σήματα υπηρεσιών της ενάγουσας, η δε τότε καταγγελθείσα και νυν πρώτη των εναγομένων δεν είχε οποιοδήποτε δικαίωμα ή νόμιμο ενδιαφέρον για το επίμαχο όνομα χώρου (domain name) και καταχώρισε και χρησιμοποιούσε έκτοτε αυτό με κακή πίστη, ενώ χρησιμοποιεί τον οικείο ιστότοπο ως σελίδα στάθμευσης που περιέχει συνδέσμους διαφημίσεων. Επί της καταγγελίας αυτής εκδόθηκε η παραπάνω απόφαση της ορισθείσας από το Ασιατικό Κέντρο Επίλυσης Διαφορών Ονομάτων Χώρου (Asian Domain Name Dispute Resolution Centre) Τριμελούς Επιτροπής, με την οποία και μεταξύ των άλλων, αφού διαπιστώθηκε ότι το επίμαχο όνομα χώρου (domain name) είναι πανομοιότυπο με το σήμα «………….», στη συνέχεια έγινε δεκτό, κατά πλειοψηφία των μελών της Επιτροπής και για τους λόγους που ειδικότερα στην εν λόγω απόφαση εκτίθενται, ότι από τα στοιχεία που υπέβαλε η τότε καταγγέλλουσα δεν   προέκυπτε ότι η τότε καταγγελλόμενη καταχώρησε το επίμαχο όνομα χώρου με κακή πίστη, κατά την έννοια (της κακής πίστης) που προβλέπεται από την Ενιαία Πολιτική Επίλυσης των Διαφορών (Uniform Domain Name Resolution Policy). Με βάση δε τη γνώμη αυτή της πλειοψηφίας, μειοψηφήσαντος ενός μέλους της Επιτροπής, το οποίο είχε τη γνώμη ότι η καταχώρηση αλλά και η χρήση του επίμαχου ονόματος χώρου (ως μία ενιαία έννοια) έγιναν με κακή πίστη (βλ. το κείμενο της απόφασης αυτής), η πιο πάνω καταγγελία απορρίφθηκε. Η απόφαση αυτή, ωστόσο, σε αντίθεση με όσα οι εναγόμενοι υποστηρίζουν, δεν είναι δεσμευτική στο πλαίσιο της προκείμενης δίκης, καθώς, όπως σχετικώς στις προηγηθείσες νομικές σκέψεις αναπτύσσεται, εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή αφενός μιας εξωδικαστικής – εναλλακτικής διαδικασίας επίλυσης της διαφοράς, που δεν συνιστά ούτε διαμεσολάβηση ούτε διαιτησία και, συνεπώς, δεν παράγει οποιασδήποτε μορφής «δεδικασμένο» ή δέσμευση κάποιου ή αμφοτέρων των νυν αντιδίκων μερών κατά την δικαστική επίλυση της μεταξύ τους διαφοράς, την οποία η ενάγουσα, ως εμπλεκόμενη, εν τέλει επέλεξε, ασκώντας την υπό κρίση αγωγή, και αφετέρου κανόνων που επίσης δεν είναι, κατά την έννοια που επίσης παραπάνω στην οικεία θέση αναλύεται, νομικά δεσμευτικοί, μεταξύ αυτών και εκείνων που αφορούν στην κακή πίστη που με την εν λόγω απόφαση έγινε δεκτή ότι δεν συντρέχει.

Αυτή η απόφαση, παρά ταύτα, όπως και στις άνω νομικές σκέψεις παραλλήλως επισημαίνεται, συνεκτιμάται στο πλαίσιο της προκείμενης δίκης, μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, χωρίς ωστόσο να δύναται να ανατρέψει τα παραπάνω συμπεράσματα, στα οποία τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, συνδυαστικά και όσα διαλαμβάνονται σ’ αυτήν (την απόφαση), οδηγούν. Η σχηματισθείσα κρίση, πρέπει επιπροσθέτως να σημειωθεί, δεν ανατρέπεται και από όσα οι εναγόμενοι υποστηρίζουν περί χρησιμοποίησης του επίμαχου ονόματος χώρου (domain name) ως συνδεόμενου με τον δημοφιλή και πλασματικό χαρακτήρα των παιδικών ιστοριών, …………. (………….), δεδομένου ότι η χρήση από αυτούς, για το μεταβλητό επίπεδο της συγκεκριμένης ηλεκτρονικής διεύθυνσης, της ενιαίας λεκτικής ένδειξης «………», καταδεικνύει τις υπηρεσίες και δραστηριότητες που προαναφέρονται και όχι σε παιδικά βιβλία ή άλλες συναφείς υπηρεσίες ή προϊόντα, και δεν αποτρέπει τον κίνδυνο σύγχυσης που ανωτέρω εκτίθεται και ο οποίος υφίσταται για το κοινοτικό σήμα και τα διακριτικά γνωρίσματα της ενάγουσας, καθ’ ο μέρος αυτά, σύμφωνα με όσα επίσης ανωτέρω γίνονται δεκτά, προστατεύονται και ανεξάρτητα από τη φήμη τους.

Τέλος, από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων αποδεικνύεται και ευθύνη του δευτέρου των εναγομένων ατομικά, καθώς, όπως ήδη προαναφέρεται, ο ίδιος δεν ενήργησε μόνο ως διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης από αυτούς (εναγομένους) εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, αλλά ασκώντας και αυτοτελή δραστηριότητα και αποβλέποντας, παραλλήλως, και σε προσωπικό του όφελος.

Με βάση όλα τα παραπάνω, επομένως: Οι εναγόμενοι, και δη η πρώτη ενεργώντας μέσω του νομίμου εκπροσώπου της δευτέρου του εναγομένων και ο δεύτερος, ενεργώντας τόσο υπό την άνω ιδιότητα του όσο και ατομικά, κατά τα άνω ειδικότερα αναφερόμενα, προσέβαλαν παρανόμως το δικαίωμα της ενάγουσας επί του άνω προγενέστερου κοινοτικού σήματος της, και δη με τη χρήση, χωρίς την άδεια ή τη συναίνεση της τελευταίας και υπό τις προαναφερόμενες περιστάσεις, του επίμαχου ονόματος χώρου «domain name», το οποίο ταυτίζεται, άλλως ομοιάζει με το κοινοτικό αυτό σήμα της ενάγουσας, αποτελώντας παραποίηση, άλλως απομίμηση του και συνιστώντας, ειδικότερα, αντιγραφή του κυρίου μέρους του, άλλως ιδιαίτερη προσέγγιση του, η χρήση δε αυτή έγινε χωρίς εύλογη αιτία και με επιδίωξη προσπορισμού αθέμιτου οφέλους από το διακριτικό χαρακτήρα και τη φήμη του εν λόγω κοινοτικού σήματος και με πρόκληση βλάβης βλάβη στον διακριτικό αυτό χαρακτήρα και τη φήμη του σήματος. Παραλλήλως, και με βάση τα ειδικότερα προς τούτο κριτήρια που απαιτούνται κατά νόμο και ανωτέρω εκτίθενται, δημιουργήθηκε και εξακολουθεί να υφίσταται κίνδυνος σύγχυσης από μέρους του καταναλωτικού κοινού, όπως αυτός επίσης πιο πάνω αναλύεται, εξαιτίας της χρήσης του επίμαχου ονόματος χώρου (domain name), το οποίο συνιστά, (και) κατά τα αμέσως προεκτιθέμενα, παραποίηση, άλλως απομίμηση του συγκεκριμένου κοινοτικού σήματος της ενάγουσας.

Η άνω συμπεριφορά των εναγομένων, εξάλλου, εμπίπτει τόσο στην έννοια της γενικής απαγορευτικής ρήτρας του άρθρ. 1 του ν. 146/ 1914 «περί αθεμίτου ανταγωνισμού», ως αντικείμενη στα χρηστά ήθη και γενόμενη προς το σκοπό ανταγωνισμού, όσο και στην περίπτωση του νόμου (146/ 1914), καθώς, με τη διαρκή και εξακολουθητική, από την καταχώρησή του και μετέπειτα, χρήση εκ μέρους των τελευταίων του επίμαχου ονόματος χώρου «domain name» και διακριτικού σημείου, μπορούσε, σε σχέση με τα, αλλότρια ως προς τους ίδιους, διακριτικά γνωρίσματα της ενάγουσας, στα οποία περιλαμβάνονται το άνω κοινοτικό σήμα, ως τέτοιο (διακριτικό γνώρισμα) το αναφερόμενα πιο πάνω όνομα χώρου (domain name) αυτής, το οποίο προϋπήρχε (ήταν προγενέστερο) της καταχώρησης και χρήσης του επίμαχου ονόματος χώρου (domain name) των εναγομένων, και η επωνυμία της ενάγουσας, να δημιουργηθεί κίνδυνος σύγχυσης, όπως αυτός επίσης πιο πάνω εκτίθεται. Τα διακριτικά, δε, αυτά γνωρίσματα, παραλλήλως, είναι προστατευτέα με τις διατάξεις περί αθεμίτου ανταγωνισμού και ανεξαρτήτως του άνω κινδύνου σύγχυσης, διότι έχαιραν φήμης, κατά τα άνω ειδικότερα αναφερόμενα.

Σε όλες τις ως άνω περιπτώσεις, τέλος, οι εναγόμενοι υπαιτίως προσέβαλαν το κοινοτικό σήμα και τα διακριτικά γνωρίσματα της ενάγουσας, καθώς, όπως αποδεικνύεται και των ανωτέρω ήδη συνάγεται, οι εναγόμενοι, και δη ενεργώντας η πρώτη μέσω του δευτέρου, ο δε δεύτερος και ατομικά, γνώριζαν όλα τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούσαν την παράνομη προσβολή του σήματος, περιλαμβανομένων σ’ αυτά και του κινδύνου σύγχυσης, όπως και τον αθέμιτο χαρακτήρα της πράξης τους, στο όφελος εκ της οποίας, άλλωστε, εξαρχής απέβλεψαν. Συνακόλουθα, και σε συνδυασμό με όλα όσα στις προεκτιθέμενες νομικές σκέψεις κατά περίπτωση αναπτύσσονται, γεννήθηκαν και συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αιτούμενης αστικής προστασίας του άνω κοινοτικού σήματος της ενάγουσας κατά τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 40/1994 του Συμβουλίου της 20.12.1993 και του ν. 2239/1994, όπως και οι προϋποθέσεις της προστασίας του εν λόγω σήματος και των προαναφερόμενων διακριτικών γνωρισμάτων της ιδίας (ενάγουσας) με βάση τις διατάξεις του ν. 146/1914.

Τα ίδια, σε σχέση με τα παραπάνω ζητήματα, δέχθηκε, μετ’ εκτίμηση των αποδείξεων, κάνοντας κατά ένα μέρος δεκτή την αγωγή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του. Με την κρίση του δε αυτή, αν και με αιτιολογίες που χρήζουν συμπλήρωσης από τις άνω παρατιθέμενες (άρθρ. 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα και ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις και ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο. Όσα, δε, περί του αντιθέτου υποστηρίζουν με την έφεση τους οι εναγόμενοι κρίνονται αβάσιμα και πρέπει ν’ απορριφθούν. Περαιτέρω, και σε ακολουθία όλων των ανωτέρω, λεκτέα τα παρακάτω: Οι άνω αξιώσεις της ενάγουσας, οι οποίες πηγάζουν από τις διατάξεις του νόμου περί αθέμιτου ανταγωνισμού, δεν έχουν υποπέσει στην παραγραφή του άρθρου 19 του ν. 146/1914, όπως αυτό ίσχυε είτε πριν την τροποποίηση του με το άρθρ. 29 του ν. 3784/2009 είτε μετά την τροποποίηση αυτή, δεδομένου ότι η συμπεριφορά, εκδηλωθείσα το πρώτον στις 26.11.2004, με την καταχώριση του επίμαχου ονόματος χώρου (domain name), συνιστούσε έκτοτε διαρκή και συνεχιζόμενη προσβολή, οπότε ο χρόνος παραγραφής των ένδικων αξιώσεων, που στηρίζονται στον αθέμιτο ανταγωνισμό, ξεκινά από το χρονικό σημείο της γνώσης του υπευθύνου προσώπου και της πράξης.

Το χρονικό αυτό σημείο, εν προκειμένω, αποδείχθηκε ότι δεν προηγείται του χρόνου, που η  ενάγουσα, σύμφωνα και με όσα πιο πάνω γίνονται δεκτό, προσέγγισε τους εναγομένους προσφερόμενη  ανωνύμως να  αποκτήσει  το επίμαχο όνομα χώρου (domain name), που οι τελευταίοι, όπως η ίδια τότε μόλις είχε διαπιστώσει, χρησιμοποιούσαν, δηλαδή δεν προηγείται της 26.4.2011. Συνεπώς, από το χρονικό αυτό σημείο, που συνιστά το χρόνο κατά τον οποίο η ενάγουσα έλαβε γνώση της αθέμιτης πράξης, η οποία συνιστούσε διαρκή και υφιστάμενη ακόμη προσβολή, αλλά και των υπευθύνων προσώπων, έως την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, η οποία επιδόθηκε στους εναγομένους στις 11.8.2011 (βλ. τις μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα υπ’ αριθμ. ……….. και ……… εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών …), δεν είχαν παρέλθει δεκαοκτώ (18) μήνες, δηλαδή το χρονικό διάστημα, που κατά το άρθρ. 19 του ν. 146/1914 (όπως αυτό ισχύει μετά την πιο πάνω τροποποίηση του) και σύμφωνα με όσα στις προηγηθείσες νομικές σκέψεις διαλαμβάνονται σχετικώς, συνιστά το χρόνο της ειδικής παραγραφής των αξιώσεων από τον αθέμιτο ανταγωνισμό και έχει ως αφετηρία, αφού επρόκειτο για διαρκή προσβολή, το χρονικό σημείο κατά το οποίο η έχουσα τις αξιώσεις ενάγουσα έλαβε γνώση της αθέμιτης πράξης.

Και ναι μεν οι εναγόμενοι, προβάλλοντας με τον πρώτο λόγο της έφεσης τους, όπως και πρωτοδίκως, την ένσταση παραγραφής των αξιώσεων της ενάγουσας, οι οποίες απορρέουν από τον αθέμιτο ανταγωνισμό, ισχυρίζονται ότι η τελευταία, μέσω των αρμοδίων οργάνων της, γνώριζε ήδη από τις 30.11.2004, δηλαδή ήδη τέσσερις (4) ημέρες μετά την καταχώρηση του επίμαχου ονόματος χώρου (domain name), το γεγονός αυτό και, συνεπώς, την εν λόγω ενέργεια. Και από τα κατά τα περαιτέρω υποστηριζόμενα από τους ίδιους στο πλαίσιο αυτής της ένστασης τους, αποδεικνύεται και από το ότι, ενώ το επίμαχο όνομα χώρου (domain name) είναι διεθνές όνομα χώρου ανώτατου επιπέδου (Generic Top Level Domain ή Gtld) και η ενάγουσα, που αποτελεί μια επιχείρηση απόλυτα εξειδικευμένη στον τομέα του διασυνοριακού ηλεκτρονικού εμπορίου, προβαίνοντας συστηματικά στην καταχώριση πλειάδας ονομάτων χώρου ανώτατου επιπέδου, καταχώρισε, στις 30.11.2004, για δικό της λογαριασμό το ιδίου επιπέδου διεθνές όνομα χώρου (domain name) «….play.info», κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας γνώριζε την εκ μέρους τους (δηλαδή την από μέρους των εναγομένων) προηγηθείσα λίγες ημέρες πριν καταχώρηση του επίμαχου ονόματος χώρου (domain name).

Τούτο, άλλωστε, διατείνονται επιπροσθέτως οι εναγόμενοι, καταδεικνύεται και από το ότι η Τριμελής Επιτροπή που ορίστηκε από το Ασιατικό Κέντρο Επίλυσης Διαφορών Ονομάτων Χώρου (Asian Domain Name Dispute Resolution Centre), είναι απολύτως εξεδικευμένη σε ζητήματα διεθνών ονομάτων χώρου ανώτατου επιπέδου και εκφράζει τα κρατούντα στη σχετική αγορά συναλλακτικά ήθη και διδάγματα της κοινής πείρας, στην άνω, υπ’ αριθμ. …………… απόφαση της δέχθηκε ότι από το γεγονός ότι η τότε καταγγέλλουσα και νυν ενάγουσα καταχώρισε στις 30.11.2004, ήτοι τέσσερις (4) μόλις ημέρες μετά την εκ μέρους τους (ήτοι εκ μέρους των εναγομένων) καταχώριση του επίμαχου ονόματος χώρου (domain name) «……….info», το όνομα χώρου «…..play.info», πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η ίδια (τότε καταγγέλλουσα και νυν αντίδικος) γνώριζε για την καταχώριση του επίμαχου ονόματος χώρου (domain name) εκείνη τη χρονική στιγμή. Σε κάθε περίπτωση, διατείνονται τέλος οι εναγόμενοι, ουδόλως αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα έλαβε γνώση της καταχώρησης του επίμαχου ονόματος χώρου (domain name) μόλις το έτος 2011. Ωστόσο, όσα περί παραγραφής υποστηρίζουν οι εναγόμενοι, μεταξύ αυτών και εκείνα που ισχυρίζονται ανωτέρω περί γνώσης από μέρους της ενάγουσας της καταχώρισης του επίμαχου ονόματος χώρου (domain name) ήδη από τις 30.11.2004 δεν ευσταθούν και κρίνονται αβάσιμα.

Πρέπει, δε, ειδικώς να επισημανθεί ότι μόνο από το γεγονός πως η ενάγουσα πράγματι στις 30.11.2004, ήτοι τέσσερις (4) ημέρες μετά την καταχώρηση του ονόματος χώρου «……….info» εκ μέρους των εναγομένων, καταχώρισε και η ίδια την ονομασία χώρου «….play.info», δεν δύναται, άνευ μάλιστα οποιουδήποτε άλλου επαρκούς στοιχείου, να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η ενάγουσα γνώριζε όντως από τότε, δηλαδή από τις 30.11.2004, ότι έλαβε γνώση της επελθούσας προσβολής. Τούτο, δε, λαμβανομένου επιπροσθέτως υπόψη, ότι η προσβολή επήλθε μέσω της χρησιμοποίησης, εκ μέρους των εναγομένων, για το επίμαχο όνομα χώρου (domain name), το οποίο καταχώρισαν, του μεσαίου, μεταβλητού επιπέδου (second level domain name) της συγκεκριμένης ηλεκτρονικής διεύθυνσης, δηλαδή της λεκτικής ένδειξης «………», διαφοροποιείτο από το αντίστοιχο   μεταβλητό  επίπεδο του ονόματος χώρου που η ενάγουσα καταχώρισε στις 30.11.2004.

Η ίδια κρίση, εξάλλου, δεν ανατρέπεται από όσα, κατά τα ανωτέρω, δέχθηκε η ορισθείσα από το Ασιατικό Κέντρο Επίλυσης Διαφορών Ονομάτων Χώρου (Asian Domain Name Dispute Resolution Centre) Τριμελής Επιτροπή με την επικαλούμενη από τους εναγομένους απόφαση της, καθώς αυτή η απόφαση, σύμφωνα και με όσα πιο πάνω στην οικεία θέση γίνονται δεκτά, δεν είναι δεσμευτική για την προκείμενη δίκη, από δε το σύνολο των αποδεικτών μέσων, που κατά τα ανωτέρω λαμβάνονται υπόψη και εκτιμώνται στην προκείμενη δίκη, μεταξύ αυτών και από την …… ένορκη βεβαίωση του …, αποδεικνύονται όσα πιο πάνω αναφέρονται, ήτοι ότι η ενάγουσα έλαβε γνώση της αθέμιτης πράξης των εναγομένων στις 26.4>2011 και όχι προγενεστέρως.

Συνακόλουθα, η προβληθείσα από τους εναγομένους ένσταση περί παραγραφής των αξιώσεων της ενάγουσας, οι οποίες απορρέουν από τον αθέμιτο ανταγωνισμό, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Κάνοντας δεκτά, μετ’ εκτίμηση των αποδείξεων, τα ίδια και απορρίπτοντας ως ουσιαστικά αβάσιμη την εν λόγω ένσταση των εναγομένων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του, σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις και ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο. Όσα, δε, περί του αντιθέτου οι εναγόμενοι υποστηρίζουν με τον πρώτο λόγο της έφεσης τους κρίνονται αβάσιμα και πρέπει ν’ απορριφθούν.

Ομοίως, απορριπτέος, εξάλλου, πλην όμως ως μη νόμιμος, είναι και ο ισχυρισμός περί καταχρηστικής άσκησης και, στο πλαίσιο αυτό, αποδυνάμωσης του δικαιώματος της ενάγουσας, τον οποίο οι εναγόμενοι προέβαλαν πρωτοδίκως και επαναφέρουν με τον έκτο λόγο της έφεσης τους. Ειδικότερα, οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν πρωτοδίκως και ισχυρίζονται ήδη και με τον αμέσως προαναφερόμενο λόγο της έφεσης τους, ότι η ενάγουσα καταχρηστικώς ασκεί τα επικαλούμενα με την αγωγή δικαιώματα της, τα οποία και έχουν αποδυναμωθεί, διότι για τους λόγους που ειδικότερα εκθέτουν, ουδεμία προσβολή των δικαιωμάτων της αυτών υπήρξε από μέρους τους, ενώ, επιπλέον, η αντίδικος τους, που στην πραγματικότητα αποβλέπει στο να εξασφαλίσει τη δυνατότητα να καταχωρηθεί στο δικό της όνομα το επίμαχο όνομα χώρου (domain name), αδράνησε για μακρό χρόνο, που υπερβαίνει μάλιστα τα έξι (6) έτη, να ζητήσει την αιτούμενη με την αγωγή έννομη προστασία, ανέχθηκε, σε κάθε περίπτωση, μια κατάσταση διαρκούς χρήσης από αυτούς (εναγομένους) της συγκεκριμένης ηλεκτρονικής διεύθυνσης (ονόματος χώρου) και δημιούργησε στους ίδιους την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θ’ ασκήσει τα αγωγικά της δικαιώματα. Έχοντας το παραπάνω περιεχόμενο, ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός των εναγομένων, ο οποίος συνιστά ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, κατ’ άρθρ. 281 ΑΚ, με επίκληση και της αποδυνάμωσης του, δεν είναι, όπως ήδη πιο πάνω αναφέρεται, νόμιμος, διότι, σύμφωνα και με εκείνα που σχετικώς στις άνω νομικές σκέψεις διαλαμβάνονται, όσα με την συγκεκριμένη ένσταση οι εναγόμενοι επικαλούνται δεν αρκούν για την θεμελιώσουν τη συγκεκριμένη ένσταση. Πιο συγκεκριμένα, η ένσταση αυτή δεν δύναται να θεμελιωθεί με όσα οι εναγόμενοι επικαλούνται περί μη προσβολής των ασκούμενων από τη ενάγουσα δικαιωμάτων, διότι αυτά – που, άλλωστε, ως πραγματικές περιστάσεις, ταυτίζονται και με όσα οι εναγόμενοι έχουν προβάλει ήδη και με άλλους λόγους της έφεσης τους και έχουν εξεταστεί ανωτέρω – συνιστούν άρνηση ότι τα εν λόγω δικαιώματα γεννήθηκαν, μη δυνάμενα, ως εκ τούτου, αφού δηλαδή αμφισβητούν ότι τα φερόμενα ως καταχρηστικώς ασκούμενα δικαιώματα γεννήθηκαν, να συγκροτήσουν την προβαλλόμενη, κατ’ άρθρ. 281 ΑΚ, ένσταση.

Αντιστοίχως, και όσα αφορούν στην πέραν του προβλεπόμενου χρόνου παραγραφής αδράνεια της ενάγουσας, εμπίπτουν στην οικεία, ήτοι περί παραγραφής, ένσταση, η οποία επίσης (κατά τα ανωτέρω) ερευνήθηκε. Κατά τα λοιπά, δε, δηλαδή καθ’ ο μέρος η περί καταχρηστικής  άσκησης των αγωγικών δικαιωμάτων ένσταση επιχειρείται να θεμελιωθεί στην αποδυνάμωση τους, και δη στην αδράνεια της ενάγουσας για μακρό χρόνο – πάντως λιγότερο από το χρόνο που απαιτείται για την παραγραφή -, και τις λοιπές επικαλούμενες προς τούτο περιστάσεις, οι εναγόμενοι δεν εκθέτουν ειδικότερες περιστάσεις, από τις οποίες να συνάγονται η ανοχή της ενάγουσας, η δημιουργία εύλογης πεποίθησης στους εναγομένους ότι εκείνη δεν θ’ ασκήσει εν τέλει τα δικαιώματα τα οποία άσκησε με την υπό κρίση αγωγή και, πέραν αυτών – τα οποία άλλωστε, κατά τις οικείες πιο πάνω νομικές σκέψεις, δεν αρκούν – ότι δημιουργείται σημαντική οικονομικά προσδοκία και κατάσταση άξια προστασίας, ο παραμερισμός των οποίων θα είχε επαχθείς συνέπειες για τους εναγομένους, και δη ότι συντρέχουν προσθέτως ειδικές περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά της ενάγουσας και των ιδίων (εναγομένων), ενόψει των οποίων και της αδράνειας της ενάγουσας, η επακολουθήσασα άσκηση των δικαιωμάτων της τελευταίας, τείνουσα σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες, για την αποτροπή των οποίων, έτσι, να κρίνεται, με γνώμονα την καλή πίστωση, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό των αξιούμενων δικαιωμάτων, επιβεβλημένη η θυσία των δικαιωμάτων αυτών.

Ομοίως, ως μη νόμιμη απέρριψε την ένσταση αυτή με την εκκαλουμένη απόφαση του και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την κρίση αυτή ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο. Όσα, δε, περί του αντιθέτου υποστηρίζουν με τον άνω (έκτο) λόγο της έφεσης τους οι εναγόμενοι είναι αβάσιμα και πρέπει ν’ απορριφθούν.

Τέλος, στην προστασία που δικαιούται η ενάγουσα, περιλαμβάνεται, σε συνάρτηση άλλωστε και με όσα αναφέρονται ανωτέρω στις οικείες νομικές σκέψεις και εκείνα που έχουν ήδη γίνει δεκτά και για το νόμω βάσιμο της αγωγής ως προς το αντίστοιχο αίτημα, το οποίο συνιστά αίτημα in natura αποκατάστασης (άρθρ. 297 εδ. β΄ ΑΚ), και δη αποκατάστασης της πρότερης κατάστασης, και η υποχρέωση των εναγομένων να της μεταβιβάσουν την ονομασία χώρου (domain name) «……….info». Και τούτο, διότι, κατόπιν των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προς τούτο ουσιαστικές προϋποθέσεις και, συνεπώς, ορθώς κατ’ αποτέλεσμα, αν και με αιτιολογίες που χρήζουν συμπλήρωσης από την άνω αναφερόμενη (άρθρ. 534 ΚΠολΔ), το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε ομοίως, διατάσσοντας, μετ’ εκτίμηση των αποδείξεων, τη μεταβίβαση της ονομασίας χώρου «……….info» από τους εναγομένους, ως φορείς αυτής, στην ενάγουσα. Όσα, δε, περί του αντιθέτου υποστηρίζουν οι εναγόμενοι στο πλαίσιο του σχετικού, ήτοι του αναφερόμενου και παραπάνω, και τελευταίου κατά σειρά εξέτασης, κατά το μέρος του αυτό, πέμπτου λόγου της έφεσης τους, παραπονούμενοι ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκανε δεκτό το εν λόγω αίτημα, κρίνονται αβάσιμα και πρέπει ν’ απορριφθούν. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω πρέπει η έφεση ν’ απορριφθεί ως προς το ουσιαστικό της μέρος, το δε παράβολο, ύψους διακοσίων (200) ευρώ, που οι εκκαλούντες κατέθεσαν κατά την άσκηση της, να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα (δεύτερο) βαθμό δικαιοδοσίας, τέλος, πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. […]».

 

Νικόλαος Α. Ιωάννου, Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, LL.M. Heidelberg.

© Δικηγορικό Γραφείο Νικόλαος Α. Ιωάννου & Συνεργάτες