Η ανεύρεση “νέου κρίσιμου εγγράφου” ως λόγος αναψηλάφησης κατά το άρθρο 544 αρ. 7 ΚΠολΔ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ 3 Δεκεμβρίου / ΝΕΑ

Το ελληνικό δικονομικό σύστημα καθιερώνει τον κλειστό αριθμό (numerous clausus) των ενδίκων μέσων δημιουργώντας ταυτοχρόνως μια αυστηρά ρυθμισμένη διαδικασία με συγκεκριμένους κανόνες, στην οποία οι διάδικοι οφείλουν δικονομικώς να υποτάσσονται.

Η αναψηλάφηση (538 – 551 ΚΠολΔ), διαρθρώνεται στον ΚΠολΔ ως έκτακτο, μη μεταβιβαστικό, μη ανασταλτικό ένδικο μέσο (544, 546 ΚΠολΔ) το οποίο ασκείται για τους περιοριστικά αναφερόμενους και μη δυνάμενους να επεκταθούν στο νόμο λόγους – για «εξιδιασμένα σφάλματα» ως είθισται να λέγεται –και στοχεύει κατά κύριο λόγο στην κάμψη του δεδικασμένου, ήτοι του δικονομικού περιβλήματος των τελεσίδικων αποφάσεων.

Εντούτοις, εν αντιθέσει με το ομοίως έκτακτο ένδικο μέσο της αναίρεσης, ο νομοθέτης επιφυλάσσει ιδιαίτερη δικονομική μεταχείριση στο ένδικο μέσο της αναψηλάφησης, και τούτο διότι όλες οι περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις άσκησής της κατατείνουν όχι απλώς στην τυπική εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά κυρίως στην ίαση του διαγνωστικού σφάλματος του δικαστηρίου, στο οποίο το ίδιο υπέπεσε είτε λόγω παρείσφρυσης δολίων ενεργειών των διαδίκων είτε λόγω εσφαλμένης κατάστρωσης της διαδικασίας η οποία εν τέλει επηρέασε το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης είτε διότι οι διάδικοι επικαλούνται στοιχεία που ανατρέπουν την έως τότε δημιουργηθείσα κατάσταση.

Πράγματι, οι λόγοι που την απαρτίζουν δεν είναι ευθέως και αυστηρώς συνδεδεμένοι με τον ομφάλιο λώρο των πραγματικών και αποδεικτικών στοιχείων των βαθμών ουσίας ή με το τυχόν συζητητικό ή ανακριτικό σύστημα που εφαρμόστηκε αλλά άπτονται περιπτώσεων ανώτερης δικονομικής υφής και υψίστης σοβαρότητας η προβολή των οποίων επιτάσσεται για λόγους δικαιϊκής ορθότητας [όπως η αντιφατικότητα τελεσίδικων αποφάσεων [544 αρ. 1 ΚΠολΔ), τα προσκομισθέντα από των διαδίκων ψευδή ή πλαστά αποδεικτικά έγγραφα (544 αρ.5 ΚΠολΔ) , η εμφάνιση νέου κρίσιμου εγγράφου (544 αρ. 7 ΚΠολΔ) κ.ο.κ].

Ειδικότερα, συμφώνως με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 544 αρ. 7 ΚΠολΔ «Αναψηλάφηση επιτρέπεται μόνο: … 7) αν ο διάδικος που ζητεί την αναψηλάφηση βρήκε ή πήρε στην κατοχή του μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης νέα κρίσιμα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει ισχυρισμός που προβλήθηκε ή που δεν μπορούσε να προβληθεί και τα οποία δεν μπορούσε να τα προσκομίσει εγκαίρως από ανώτερη βία ή τα οποία κατακράτησε ο αντίδικός του ή τρίτος που είχε συνεννοηθεί με τον αντίδικό του και των οποίων την ύπαρξη αγνοούσε, όπως αγνοούσε και την κατοχή τους από τον αντίδικο ή τον τρίτο κατά τη διάρκεια της δίκης […]».  

Για τη θεμελίωση του ανωτέρω υπό 544 αρ. 7 ΚΠολΔ (και πρακτικά ενός εκ των σπουδαιότερων για τη διάπλαση της δικαιοδοτικής κρίσης) λόγου αναψηλάφησης γίνεται δεκτό ότι πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις, ήτοι: α) Η ύπαρξη εγγράφου ιδιωτικού ή δημοσίου ημεδαπού ή αλλοδαπού, εφ’ όσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του κύρους της αποδεικτικής δυνάμεώς του κατά τις διατάξεις των άρθρων 438, 442 και 443 ΚΠολΔ, β) το έγγραφο να είναι «νέο», υπό την έννοια ότι αφ’ ενός υπήρχε κατά τη διάρκεια της δίκης, μετά την περάτωση της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, αφ’ ετέρου γίνεται επίκληση και προσκομιδή αυτού το πρώτον κατά τη δίκη της αναψηλαφήσεως. Επομένως, έγγραφα, τα οποία συνετάγησαν μετά το χρόνο δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν δύνανται να θεμελιώσουν την αίτηση αναψηλαφήσεως[1]. Δηλαδή, τα έγγραφα είναι «νέα», όταν προϋπήρχαν μεν, αλλά δεν είχαν προσκομισθεί στη δίκη ή είχαν προσκομισθεί μόνο σε απόσπασμα, ενώ κρίσιμο ήταν το μη προσκομισθέν τμήμα ή είχαν προσκομισθεί υπό διάφορο νομικό χαρακτηρισμό.

Κατ’ εξαίρεση, δύναται να θεμελιωθεί λόγος αναψηλαφήσεως βάσει μεταγενεστέρου (και άρα όχι ήδη προϋφιστάμενου) εγγράφου, όταν από το περιεχόμενό του προκύπτει η ύπαρξη και το περιεχόμενο (άλλου) κρίσιμου εγγράφου, εκδοθέντος προ της δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίου η προσκομιδή δεν ήταν δυνατή για ένα από τους αναφερομένους στη διάταξη του άρθρου 544 ΚΠολΔ λόγους (ΑΠ 142/2010 όπ. π., ΑΠ 698/2009 όπ. π., ΕφΠατρ 91/2018 όπ. π.).[2] γ) Το έγγραφο να είναι «κρίσιμο», υπό την έννοια ότι από αυτό προκύπτει ευθέως και με πληρότητα η απόδειξη ή η ανταπόδειξη ουσιώδους πραγματικού ισχυρισμού, προβληθέντος κατά τη διεξαχθείσα δίκη, ώστε να καθίσταται προφανές ότι η προσβαλλομένη απόφαση είναι εσφαλμένη και θα ήταν δυνατή η έκδοση διαφορετικής αποφάσεως υπέρ του αιτούντος την αναψηλάφηση, εάν το έγγραφο είχε τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου[3],  πρέπει δε το έγγραφο να παράγει πλήρη απόδειξη, και ως εκ τούτου δεν αρκεί η πιθανολόγηση ή να χρησιμεύει αυτό ως αρχή εγγράφου αποδείξεως ή προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και δ) η μη έγκαιρη προσκομιδή του εγγράφου να οφείλεται σε ανωτέρα βία[4] ή σε παρακράτησή τους από τον αντίδικο. Ως «ανωτέρα βία», εξαιτίας της οποίας ήταν αδύνατη η έγκαιρη προσκομιδή των νέων κρίσιμων εγγράφων, νοείται κάθε τυχηρό και απρόβλεπτο γεγονός, το οποίο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες δεν ήταν δυνατόν να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως, τέτοιο δε γεγονός δύναται να είναι στο χώρο του δικονομικού δικαίου και η ανυπαίτια άγνοια της υπάρξεως των εγγράφων, από την οποία ανακύπτει η αδυναμία της έγκαιρης προσκομιδής τους (ΑΠ 1169/2017 όπ. π., ΑΠ 721/2014 ΕΠολΔ 2014 527, ΑΠ 1774/2011 τνπ Nomos, ΑΠ 643/2009 ΝοΒ 57 1719, ΑΠ 1430/2005 ΝοΒ 54 547, ΑΠ 1264/2004 όπ. π.), δεν αρκεί όμως η ανυπαίτια άγνοια του «περιεχομένου» του εγγράφου. Ως «κατακράτηση» του εγγράφου νοείται συμπεριφορά, προσβάλλουσα το δικαίωμα αποδείξεως του διαδίκου, η οποία εκδηλώνεται είτε με θετική πράξη (αφαίρεση ή απόκρυψη από τον αντίδικο) είτε με παράλειψη (λ.χ. με άρνηση του αντιδίκου μα συμμορφωθεί σε απόφαση περί επιδείξεως εγγράφων). Η κατακράτηση πρέπει να έχει λάβει χώρα δολίως από τον αντίδικο ή από τρίτο πρόσωπο σε συνεννόηση με τον τελευταίο, ο δε αιτών την αναψηλάφηση πρέπει να αγνοεί, έστω και από αμέλειά του, το έγγραφο και την κατακράτησή του από τον αντίδικο ή από τον τρίτο (ΑΠ 1311/1994 ΕλλΔνη 37 626 ). (2335/ 2025 ΕΦΑΘ, ΤΝΠ NOMOS, 47/ 2025 ΕφΑνΚρ ΤΝΠ NOMOS).

Περαιτέρω, για το ορισμένο του δικογράφου της αιτήσεως αναψηλαφήσεως, ερειδομένης στο λόγο του αριθ. 7 του άρθρου 544 ΚΠολΔ, πρέπει να εκτίθενται σε αυτό όλα τα αναγκαία στοιχεία, προκειμένου να κριθεί εάν το «νέο» έγγραφο είναι «κρίσιμο», ήτοι: α) τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδεικνύονται αμέσως και πλήρως από το «νέο» έγγραφο, β) ότι ο αιτών είχε επικαλεσθεί παραδεκτός και νομίμως ενώπιον του Δικαστηρίου τα ως άνω περιστατικά προς θεμελίωση είτε της αγωγής είτε αυτοτελούς ισχυρισμού προς αντίκρουσή της και γ) τα γεγονότα, τα οποία κατά τον αιτούντα συνιστούν ανωτέρα βία ή κατακράτηση από τον αντίδικο ή από τρίτο πρόσωπο, άλλως η αίτηση αναψηλαφήσεως τυγχάνει απαράδεκτη[5]. Για να κρίνει το Δικαστήριο εάν το έγγραφο είναι κρίσιμο ή όχι, πρέπει στο δικόγραφο της αιτήσεως αναψηλαφήσεως αυτό να προσδιορίζεται κατά τα στοιχεία της ταυτότητάς του και το ουσιώδες περιεχόμενό του, πρέπει δε να αναφέρεται ο χρόνος περιελεύσεως του «νέου εγγράφου» στον αιτούντα, ο λόγος της μη έγκαιρης προσκομιδής του, το περιεχόμενο και το είδος του ως κρίσιμου και ο χρόνος, κατά τον οποίο ο αϊτών έλαβε γνώση της υπάρξεώς του. Τυχόν έλλειψη των απαιτουμένων για το ορισμένο του ως άνω λόγου αναψηλαφήσεως στοιχείων επάγεται την απόρριψή του κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου. Πρόκειται δε, για μη ιάσιμη δικονομική πλημμέλεια, κατά τούτο δεν επιτρέπεται συμπλήρωση της αοριστίας με παραπομπή στις προτάσεις του αιτούντος ή σε άλλα διαδικαστικά έγγραφα[6].

Πάντως, η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων παρουσιάζεται ιδιαίτερα αυστηρή ως προς την εξέταση και δη την κατάφαση της συνδρομής των όρων του άρθρου, ώστε η αποδοχή του σχετικού λόγου αναψηλαφήσεως να είναι εξαιρετικά σπάνια[7].

Στην υπ’ αριθμόν 82/ 2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά (ΤΝΠ NOMOS) το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει την προβολή του υπό 544 αρ. 7 ΚΠολΔ λόγου αναψηλαφήσεως περί προσκόμισης νέου κρίσιμου εγγράφου, ο οποίος εντούτοις απορρίφθηκε, για το λόγο ότι το έγγραφο της αναλυτικής καρτέλας των οικονομικών συναλλαγών της αιτούσας ναυτιλιακής εταιρείας για την απόδειξη του ισχυρισμού της εξοφλήσεως της επίδικης οφειλής δεν θεωρήθηκε ότι πληροί την προϋπόθεση του «νέου κρίσιμου εγγράφου» καθώς αποδεικνύει ισχυρισμό ο οποίος δεν είχε προβληθεί -ως έδει- στο πλαίσιο της διεξαχθείσας δίκης ( ένσταση εξοφλήσεως) και τον οποίο η αιτούσα όφειλε και μπορούσε να προβάλει. η αποδοχή του σχετικού λόγου να είναι σπάνια. ότι διά της αναψηλάφησης.

Τέλος, αναφορικά με την προθεσμία άσκησης του υπό κρίση ενδίκου μέσου, κατά το άρθρο 545§3 (ε) ΚΠολΔ: «3. Η προθεσμία της αναψηλάφησης αρχίζει: …  ε) στην περίπτωση του άρθρου 544 αριθ. 7 από την ημέρα που εκείνος ο οποίος ζητεί την  αναψηλάφηση έμαθε ότι υπάρχουν νέα κρίσιμα έγγραφα […] ». Ο ιδιάζων χαρακτήρας της αναψηλάφησης και η ανάγκη διακεκριμμένης αντιμετώπισής της επιρρωνύονται περαιτέρω και από τον τρόπο με τον οποίο ο νομοθέτης επέλεξε να διαμορφώσει το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας προβολής των λόγων της, είναι συνάρτηση της επέλευσης του προβαλλομένου λόγου αλλά και τη γνώση αυτού εκ μέρους του. Και τούτο διότι, λόγω της ιδιαιτερότητας του συγκεκριμένου ενδίκου μέσου, οι προθεσμίες άσκησής του άλλοτε συναρτώνται προς την επίδοση της απόφασης, άλλοτε όμως έχουν ως αφετηρία άλλα πραγματικά γεγονότα που κείνται πέρα της στενής έννοιας της επίδοσης, ήτοι την εμφάνιση του συγκεκριμένου λόγου.

Ως εκ τούτου το δικαίωμα της αναψηλάφησης γεννάται από τη στιγμή που επισυμβαίνει το οικείο γεγονός που αποτελεί και την αφετηρία της αντίστοιχης προθεσμίας. [8]  Εν προκειμένω δε, και σε ό,τι αφορά τον υπό 544 αρ. 7 ΚΠολΔ αναιρετικό λόγο,  η προθεσμία της αναψηλάφησης εκκινεί κατά το άρθρο 545 § 3 (ε) ΚΠολΔ από την ημέρα που εκείνος ο οποίος ζητεί την  αναψηλάφηση έμαθε ότι υπάρχουν νέα κρίσιμα έγγραφα.

 

Βασιλική Α. Γαλάνη  

Δικηγόρος παρά Πρωτοδίκαις  

 

[1] ΑΠ 447/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 814/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ

[2] Έγινε, πάντως, δεκτό ότι επιτρέπεται αναψηλάφηση, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 544 αρ. 7, όταν προσκομίζεται έγγραφο, το οποίο συντάχθηκε μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, για τη σύνταξη του οποίου όμως έπρεπε να ακολουθηθεί επιστημονική μέθοδος που δεν ήταν γνωστή κατά το χρόνο αυτό και ανατρέπει το δεδικασμένο που έχει ήδη παραχθεί [τέτοια περίπτωση αποτέλεσε η σύνταξη έκθεσης DNA ως προς το ζήτημα της αναγνώρισης ή μη της πατρότητας τέκνου γεννημένου εκτός γάμου, όπου, λόγω του υψηλού βαθμού ουσιαστικής αποδεικτικής δύναμης της έκθεσης DNA θεωρήθηκε ότι η ακαμψία του δεδικασμένου προσβάλλει το περί δικαίου αίσθημα, ενώ η επίτευξη της ουσιαστικής δικαιοσύνης, ως σκοπός της πολιτικής δίκης είναι υπέρτερη από την ασφάλεια δικαίου, με αποτέλεσμα να δικαιολογείται η αναψηλάφηση στην περίπτωση αυτή προς αποκατάσταση του σφάλματος της αποδεικτικής βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης (ΑΠ 905/2005 Χρ.ΙΔ 2005.993, ΕφΠειρ 243/2021 ΝΟΜΟΣ, Χαρούλα Απαλλαγάκη Κ.Πολ.Δ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρο 544, σελ. 1505 αρ. 24). Ανάλογη εφαρμογή του προκείμενου λόγου αναψηλάφησης υποστηρίζεται και όταν πρόκειται για έγγραφα τα οποία, από τη φύση τους, δεν ήταν εφικτό να συνταχθούν πριν περατωθεί η προηγούμενη δίκη και αποδεικνύουν γεγονότα που έλαβαν χώρα πριν την τελεσιδικία της προσβαλλόμενης απόφασης (π.χ. πιστοποιητικό γέννησης) [Νίκας ΠολΔικ ΙΙΙ, παρ. 116 αρ. 49]. (47/ 2025 ΕφΑθ, ΤΝΠ NOMOS)

[3] ΑΠ 882/2010 ΝοΒ 58 2487, ΑΠ 64/2007 ΧρΙδΔ 2007 430.

[4] Ανωτέρα βία, από την οποία ήταν αδύνατη η έγκαιρη προσκομιδή των νέων κρίσιμων εγγράφων, συνιστά, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, κάθε εξωτερικό γεγονός τυχερό και απρόβλεπτο το οποίο, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης (ΑΠ 1169/2017, ΑΠ 447/2014 ΝΟΜΟΣ), στο χώρο δε του δικονομικού δικαίου τέτοιο γεγονός συνιστά και η ανυπαίτια άγνοια της ύπαρξης κρίσιμων εγγράφων, όπως στην περίπτωση κατοχής αυτών από ιδιώτη, χωρίς καταχώριση σε δημόσιο βιβλίο, η οποία (άγνοια) έχει ως αναγκαία συνέπεια και την αδυναμία έγκαιρης προσκόμισής τους στη δίκη, αλλά και όταν υπάρχει αδυναμία προσκόμισης τούτων, επειδή τη δυνατότητα αυτή έχουν βάσει νόμου που προστατεύει τα προσωπικά δεδομένα, τρίτα μόνο πρόσωπα (ΑΠ 1169/2017, 1774/2011, ΑΠ 721/2014, ΑΠ 474/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δεν αποτελεί, όμως, ανώτερη βία το γεγονός ότι ο διάδικος από δική του προηγηθείσα ενέργεια δεν μπόρεσε να βρει εγκαίρως το έγγραφο (ΑΠ 103/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1169/2017 ό.π., ΑΠ 1685/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 447/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 830/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 219/2011 Δημ. Νόμος), καθώς η αναψηλάφηση δεν αποτελεί μέσο επανόρθωσης της τυχόν πλημμελούς υπεράσπισης του διαδίκου, ούτε αποσκοπεί στη θεραπεία των σφαλμάτων των διαδίκων, επιβάλλεται δε αυστηρή ερμηνεία των διατάξεων λόγω της φύσης και του χαρακτήρα της αναψηλάφησης ως έκτακτου ενδίκου μέσου (ΤριμΕφΔωδ 183/2019 ό.π.). Απαλλαγάκη Κ.Πολ.Δ, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρο 544, σελ. 1505 αρ. 24). (47/ 2025 ΕφΑνΚρ ΤΝΠ NOMOS)

[5] Μ. Μαργαρίτης – Ά. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Θεωρία – Νομολογία, Τ. 1,2012, υπό το άρθρο 547, αριθ. 4, Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση, Τ. Γ`, 1995, υπό το άρθρο 544, αριθ. 50).

[6] (Μ. Μαργαρίτης – Ά. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Θεωρία – Νομολογία, Τ. I, 2012, υπό το άρθρο 547, αριθ. 2 και 4).

[7] Έχει άλλωστε κριθεί νομολογιακά ότι δια της αναψηλαφήσεως («…θεσπίζεται η δυνατότητα ανατροπής του δεδικασμένου απόφασης πολιτικού δικαστηρίου σε ρητώς καθοριζόμενες εξαιρετικές περιπτώσεις όπου κρίθηκε ότι η διατήρησή του προσκρούει σε θεμελιώδεις δικονομικές αρχές – αναγόμενες ιδίως στην εκπροσώπηση ή την παράσταση των διαδίκων είτε στο ουσιαστικό δίκαιο λόγω του αναμφισβήτητου σφάλματος στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού οφειλομένου και σε αξιόποινες πράξεις των παραγόντων της δίκης ή τρίτων…»). (ΜονΕφΠειρ 82/ 2021 ΤΝΠ NOMOS).

[8] ΟλΑΠ 13/2011, ΕλλΔνη Τεύχος 5/2011, ως άνω, σκέψη 2. Πρόκειται για περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο λόγω του εμφανούς κινδύνου επέλευσης άνισων ή και ανεπιεικών αποτελεσμάτων για τον διάδικο, δεν έθεσε ως σημείο αναφοράς την προσβαλλόμενη απόφαση αλλά τον μεταγενεστέρως συντελεσθέντα και δη εν αγνοία του δικαιούχου λόγο αναψηλάφησης.