Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 559 αρ. 6 ΚΠολΔ, ο υπό κρίση λόγος αναίρεσης ιδρύεται (6)… αν παρά το νόμο και ιδίως παρά τις σχετικές με την επίδοση διατάξεις, ο διάδικος δικάστηκε ερήμην»).
Με τον παρόντα λόγο αναιρέσεως, πιστή αποτύπωση της βασικής δικονομικής αρχής «μηδένα δικάζειν ανήκουστον» (κατ’ άρθρο 110 ΚΠολΔ, 20 Σ και αρ. 6 ΕΣΔΑ), καθιερώνεται αναιρετικός λόγος ανεξάρτητα από τη νομική ορθότητα των νομικών συλλογισμών της προσβαλλόμενης απόφασης, αν ο διάδικος, κατά παράβαση του νόμου και παρά τις σχετικές με την επίδοση διατάξεις, δικάστηκε ερήμην στο δεύτερο βαθμό. Όπως δε, προκύπτει από το περιεχόμενο της διάταξης, για την ίδρυση του λόγου αυτού αρκεί η παράβαση του νόμου, χωρίς να απαιτείται προσθέτως και το στοιχείο της βλάβης (159 αρ. 3 ΚΠολΔ).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 524§4 ΚΠολΔ «4. Σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσιβλήτου ως προς την έφεση η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος ως προς την αντέφεση. Ο παριστάμενος διάδικος υποχρεούται μέσα σε πέντε (5) ημέρες από τη συζήτηση να προσκομίσει αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου του, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ` αυτήν. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση».
Ο νόμος λοιπόν, επιφυλάσσει ειδική νομοθετική μεταχείριση της ερημοδικίας του εφεσιβλήτου, η οποία διαφέρει ως προς την αντιμετώπιση τόσο από την ερημοδικία του εκκαλούντος και κυρίως εκφεύγει των δυσμενών συνέπειων της ερημοδικίας του εναγομένου (271 παρ. 3 ΚΠολΔ), αφού η υπόθεση δικάζεται κατ’ ουσίαν και ο εφεσίβλητος θεωρείται «ωσεί παρών». Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 524 παρ. 4 εδ. γ΄ ΚΠολΔ τάσσει, σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσιβλήτου, ως υποχρεωτική προδικασία την προσκόμιση εγγράφων της πρωτοβάθμιας δίκης από τον παριστάμενο διάδικο και δη επι ποινη απαράδεκτου της συζήτησης της έφεσης!
Ειδικώς, όπως ερρήθη και ανωτέρω αλλά και κατά τα παγίως γενόμενα δεκτά στη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων περί την αληθή έννοια και ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 524 παρ. 4 ΚΠολΔ κρίνεται ότι: «Σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσίβλητου ως προς την έφεση, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος ως προς την αντέφεση. Ο παριστάμενος διάδικος υποχρεούται μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση να προσκομίσει αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου το, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ’ αυτήν. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση”. Από τη ρητή και σαφή διατύπωση της ανωτέρω διατάξεως, σε συνδυασμό με την αντίστοιχη της προπαρατεθείσης τοιαύτης της παρ.3 του εν λόγω άρθρου 524 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η θεσπιζόμενη δι’ αυτής υποχρέωση του παρισταμένου διαδίκου να προσκομίσει, επί ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως, τα αναφερόμενα σ’ αυτήν έγγραφα, μεταξύ των οποίων και αντίγραφο των προτάσεων του αντιδίκου του, αφορά μόνον την περίπτωση ερημοδικίας του εφεσίβλητου, οπότε η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και ο ίδιος παρών, εφόσον βεβαίως έχει προηγηθεί έρευνα της νομότυπης κλητεύσεώς του, κατ’ άρθρο 271 παρ. 1 σε συνδ. προς 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ και η υπόθεση ερευνάται κατ’ ουσίαν.[1] (ΑΠ 724/ 2021 ΤΝΠ NOMOS). Τέλος δε, και αναφορικά με τις συνέπειες της ερημοδικίας του εφεσιβλήτου, γίνεται δεκτό ότι « Σύμφωνα, εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 524§4 ΚΠολΔ σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσίβλητου ως προς την έφεση η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών”. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η ερημοδικία του εφεσίβλητου ως προς την έφεση – και αντίστοιχα του εκκαλούντος ως προς την αντέφεση – δεν έχει δυσμενείς συνέπειες και ειδικότερα δεν σημαίνει ομολογία του βασίμου των προβαλλόμενων λόγων έφεσης ή αντίστοιχα των λόγων αντέφεσης» (ΜονΠρΠατρ 593/ 2022 ΤΝΠ NOMOS).
Το τεκμήριο ομολογίας δε, των ισχυρισμών του ενάγοντος, το οποίο αποτελεί μάλιστα και τη σπουδαιότερη έννομη συνέπεια της ερημοδικίας του εναγομένου προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 271 παρ. 3 ΚΠοΛΔ κατά την αληθή έννοια της διάταξης του άρθρου 524 §4 ΚΠολΔ δεν τυγχάνει εφαρμογής επί ερημοδικίας εφεσιβλήτου, ήτοι δεν εκλαμβάνεται ως μορφή πλασματικής ερημοδικίας.
Ως περιπτώσεις δε, πλασματικής ερημοδικίας έχουν διαπλαστεί οι περιπτώσεις μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου, η μη υπογραφή των προτάσεων από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, η μη προκαταβολή της δικηγορικής αμοιβής και των εξόδων και τελών του ενάγοντος εκ μέρου του εναγομένου στη δίκη της διατροφής[2]. Εντούτοις, ειδικώς σε ό, τι αφορά την πλασματική ερημοδικία λόγω μη καταβολής του οφειλομένου κατά τα άρθρα 2 και 3 του ν. ΓπΟΗ/1912 τέλους δικαστικού ενσήμου έχει κριθεί ότι «Η παράλειψη προκαταβολής από τον ενάγοντα του οφειλομένου κατά τα άρθρα 2 και 3 του ν. ΓπΟΗ/1912 τέλους δικαστικού ενσήμου, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, δεν επάγεται απαράδεκτο της αγωγής ή της συζητήσεώς της, αλλά ο παραλείπων την καταβολή ενάγων, λογίζεται, κατά νόμιμο πλάσμα, ως μη εμφανιζόμενος και δικάζεται ερήμην (ΑΠ 5/2020), με επακόλουθο να απορρίπτεται η αγωγή του, λόγω πλασματικής ερημοδικίας, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 272 § 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 84/2015, ΑΠ 204/2014, ΑΠ 1572/2013, ΑΠ 567/2012). Η απόρριψη αυτή θεωρείται ότι γίνεται για ουσιαστικό και όχι για τυπικό λόγο, γεγονός που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής, αν η σχετική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 1572/2013, ΑΠ 1337/2011). Κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την αγωγή λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου ο ενάγων δικαιούται να ασκήσει έφεση, μοναδικός λόγος της οποίας δύναται να είναι η άρση της ειρημένης παραλείψεως, δηλαδή η εκ των υστέρων καταβολή του άνω τέλους (ΑΠ 65/2022). Σε περίπτωση παράβασης των ως άνω περί δικαστικού ενσήμου διατάξεων, δεν ιδρύεται άλλος λόγος αναιρέσεως, παρά μόνο αυτός που προβλέπεται από το άρθρο 559 αριθ.6 ΚΠολΔ και μόνο για την περίπτωση κατά την οποία ο διάδικος δικάσθηκε ερήμην (ΑΠ 491/2015, ΑΠ 901/2013). Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 6 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν παρά τον νόμο ο διάδικος δικάστηκε ερήμην, κατά τη συζήτηση εκείνη, στην οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Με τον λόγο αυτό ελέγχεται η τήρηση της από το άρθρο 110 § 2 ΚΠολΔ προβλεπόμενης και από το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ κατοχυρούμενης αρχής “της εκατέρωθεν ακροάσεως”, ιδρύεται δε στην περίπτωση, κατά την οποία ο διάδικος δικάσθηκε ερήμην, η δε ερημοδικία δεν ήταν νόμιμη.
Επίσης, το άρθρο 227 § 1 του ΚΠολΔ ορίζει ότι: ότι “Αν υπάρχουν τυπικές παραλείψεις που μπορούν να αναπληρωθούν, ο πρόεδρος οποιουδήποτε πολυμελούς δικαστηρίου ή ο εισηγητής ή ο δικαστής μονομελούς δικαστηρίου καλεί να τις συμπληρώσει και μετά τη συζήτηση, τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή το διάδικο, εφόσον παρίσταται αυτοπροσώπως, τάσσοντας εύλογη κατά την κρίση του προθεσμία”.Τέτοιες παραλείψεις, για τις οποίες το Δικαστήριο υποχρεούται να προκαλέσει την συμπλήρωσή τους, είναι τόσο οι αναφερόμενες στις διαδικαστικές προϋποθέσεις, όσο και κάθε άλλη τυπική έλλειψη. Όμως, η παράλειψη προσκόμισης του δικαστικού ενσήμου δεν συνιστά παράλειψη δυναμένη να συμπληρωθεί υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 227 ΚΠολΔ, αφού γι’ αυτό υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο άρθρο 237 § 1, όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο συζητήσεως της υποθέσεως στον πρώτο βαθμό, που προέβλεπε (και εξακολουθεί να προβλέπει), ως απώτατο χρονικό σημείο κατάθεσης του δικαστικού ενσήμου τη συζήτηση της υπόθεσης. Ανεξαρτήτως όμως τούτου, η παραβίαση εκ μέρους του δικαστή του εκ της ανωτέρω διατάξεως καθήκοντός του, αποτελεί λόγο εφέσεως και όχι λόγο αναιρέσεως (ΑΠ 1091/2015, ΑΠ 1892/2006).
Επί τη βάσει λοιπόν των ανωτέρω, συνάγεται ότι επί περιπτώσει ερημοδικίας του εφεσιβλήτου κατά το άρθρο 524§ 4 ΚΠολΔ, αυτός δικάζεται ωσεί παρών και η υπόθεση ερευνάται κατ ουσίαν, άνευ εντούτοις της επέλευσης των δυσμενών συνέπειων αντίστοιχων της ερημοδικίας του εναγομένου, ήτοι άνευ της εκ μέρους του τεκμαιρόμενης ομολογίας της βασιμότητας των ισχυρισμών του εκκαλούντος.Προσέτι δε, ο νόμος θεσπίζει υποχρεωτική αναγκαία προδικασία για τον παριστάμενο διάδικο, ο οποίος υποχρεούται εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών να προσκομίσει το εισαγωγικό δικόγραφο και λοιπά πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης. Η εν λόγω νομοθετική μεταχείριση συναρτάται άλλωστε και με τη βασική δικονομική αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως των ισχυρισμών των διαδίκων (20 § 2 Σ, 110 ΚΠολΔ) αλλά και της αρχής της ισότητας των δικονομικών όπλων, αρχές των οποίων η τήρηση επιβάλλεται ως εχέγγυο εξασφάλισης της ορθοκρισίας του δικάζοντος δικαστηρίου. Κατά τούτο, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 271 και 524 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, αν ο εφεσίβλητος δεν εμφανιστεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση της έφεσης, προϋπόθεση παραδεκτού είναι η νόμιμη κλήτευσή του ή η επίσπευση της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο. Αν δε, ο ίδιος απολίπεται, τότε δικάζεται «ωσεί παρών» και η υπόθεση ερευνάται κατ’ ουσίαν. Αν δε, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν ερευνήσει την υπόθεση κατ’ ουσίαν κατά πιστή τήρηση της τασσόμενης εκ του άρθρου 524 §4 εδ. γ΄ ΚΠολΔ αναιρετικής πλημμέλειας, πίπτει στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 6 ΚΠολΔ.
Βασιλική Α. Γαλάνη
Δικηγόρος παρά Πρωτοδίκαις
[1] ΑΠ 2150/2014, ΑΠ 93/2013, ΑΠ 280/2012, ΑΠ 845/2012, ΑΠ 1851/2011, ΑΠ 158/2010), ΑΠ 119/2015 άπασες δημοσιευμένες στην ΤΝΠ NOMOS
[2] Κ. Μακρίδου σε Κ. Κεραμέα/Δ. Κονδύλη/Ν. Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, σελ. 561
